Παιδική παχυσαρκία και πως αντιμετωπίζεται

Ο όρος παχυσαρκία χαρακτηρίζει την περίσσεια του σωματικού λίπους ενός ατόμου. Η παχυσαρκία ως φαινόμενο καταγράφηκε αρχικά στην Ευρώπη, μεταξύ των εκπροσώπων της ανώτερης τάξης του 19ου αιώνα, ενώ στα μεταπολεμικά χρόνια σημείωσε τρομακτική αύξηση σε χώρες όπως η Αγγλία.

Ο όρος παχυσαρκία χαρακτηρίζει την περίσσεια του σωματικού λίπους ενός ατόμου. Η παχυσαρκία ως φαινόμενο καταγράφηκε αρχικά στην Ευρώπη, μεταξύ των εκπροσώπων της ανώτερης τάξης του 19ου αιώνα, ενώ στα μεταπολεμικά χρόνια σημείωσε τρομακτική αύξηση σε χώρες όπως η Αγγλία.

Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην ευρεία εκβιομηχάνιση των ειδών διατροφής (συντηρημένα και κατεψυγμένα κρέατα και λαχανικά) η οποία έφερε δραματικές αλλαγές στον τομέα της ανθρώπινης διατροφής. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν και τα παιδιά με αποτέλεσμα η παιδική παχυσαρκία να κάνει την εμφάνισή της στην δεκαετία του '80.

Δυστυχώς, σήμερα, έχει πάρει πλέον το χαρακτήρα της επιδημίας.

Ακόμα και στην Ελλάδα με την πασίγνωστη μεσογειακή διατροφή ένα στα τέσσερα παιδιά χαρακτηρίζονται παχύσαρκα, όταν αντίστοιχα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ θεωρούνται παχύσαρκα ένα στα πέντε παιδιά. Η παχυσαρκία (παιδική ή των ενηλίκων) θεωρείται πλέον νόσος με πολυπαραγοντική αιτιολογία.

Διακρίνεται στην πρωτογενή και δευτερογενή παχυσαρκία.

Ως πρωτογενής παχυσαρκία χαρακτηρίζεται ο τύπος εκείνος όπου η περίσσεια του σωματικού λίπους οφείλεται κύρια στην διαταραχή του ενεργειακού ισοζυγίου του ατόμου. Καταναλώνει δηλαδή το παχύσαρκο άτομο ή παιδί πολύ περισσότερη τροφή απ' ό,τι ξοδεύει σε άσκηση και λοιπές δραστηριότητες.

Για την πρωτογενή παχυσαρκία ευθύνονται περιβαλλοντικοί και γενετικοί παράγοντες. Περιβαλλοντικοί παράγοντες θεωρούνται η ποιότητα και ποσότητα της διατροφής, ο γενικότερος τρόπος ζωής του οικογενειακού περιβάλλοντος του παιδιού, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις αυτού, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδό του καθώς και κατά πόσο το παιδί ή η οικογένειά του ασχολείται με τις αθλητικές δραστηριότητες.

Ως γενετικοί παράγοντες αναφέρονται διάφορες γονιδιακές ανωμαλίες όπως η ελλειπής έκφραση των γονιδίων που ελέγχουν την παραγωγή των πεπτιδίων λεπτίνης, CART κά ή η παρουσία γονιδίων τα οποία επηρεάζουν τον μεταβολισμό, την λιπόλυση, την ρύθμιση κατανάλωσης τροφής καθώς και την ευαισθησία του οργανισμού στην ινσουλίνη.

Η διεθνής όμως έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για πολλά γονίδια. Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:

  1. Ακόμα και εάν ακόμα υπάρχουν οι γενετικοί αυτοί παράγοντες απαιτείται μακροχρόνια και αυξημένη πρόσληψη τροφής μαζί με την παντελή έλλειψη φυσικής άσκησης για να εμφανισθεί η παιδική παχυσαρκία.
  2. Εξατομικευμένα προγράμματα διατροφής, βασισμένα στην γονιδιακή προδιάθεση του ατόμου προτείνονται στους ενήλικες με βάση το DNA τους από τους διατροφολόγους. Είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν αφορά το συγκεκριμένο άρθρο, όμως το ίδιο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δέον για τα παχύσαρκα ή μη παιδιά.

Τα παιδιά χρειάζεται να δοκιμάσουν όλα τα είδη των τροφών στα πρώτα στάδια της ζωής τους, απαραίτητα για την αύξηση, την ανάπτυξή τους καθώς και για να ακολουθήσουν αργότερα ένα ισορροπημένο τύπο διατροφής. Από την άλλη δεν υπάρχει λόγος για μαζικές εξετάσεις DNA στην παιδική ηλικία. Οι περιπτώσεις παιδιών με οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας, υπερλιπιδαιμίας και υπέρτασης θα πρέπει να διερευνηθούν πιο επισταμένα από τον παιδίατρό τους, ο οποίος θα αποφασίσει εάν ένα συγκεκριμένο παιδί χρειάζεται την αντίστοιχη εξέταση DNA.

Η δευτερογενής παχυσαρκία οφείλεται σε παθολογικές καταστάσεις όπως ο υποθυρεοειδισμός, η ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης, το σύνδρομο Cushing κά. Ο τύπος αυτός της παιδικής παχυσαρκίας δεν είναι τόσο είναι συχνός όσο ο τύπος της πρωτογενούς παχυσαρκίας. Όμως διάφορες ιατρικές εξετάσεις επιβάλλονται για την διαφοροδιάγνωση του τύπου της παιδικής παχυσαρκίας, διότι η αντιμετώπιση του κάθε τύπου είναι διαφορετική.

Η διάγνωση της παιδικής παχυσαρκίας γίνεται με την συσχέτιση του Δείκτη Μάζας Σώματος ενός παιδιού με την ηλικία και το φύλο του. (Υπάρχουν πίνακες διεθνώς αναγνωρισμένοι οι οποίοι καθοδηγούν τον γιατρό στην τελική διάγνωση)

2. Συμπληρωματικά, εξετάσεις για τα επίπεδα λεπτίνης καθώς και για γενετικές μεταλλάξεις γονιδίων που κωδικοποιούν βασικές ορμόνες ή ένζυμα του μεταβολισμού μπορούν να ζητηθούν από τον παιδίατρο ή τον ενδοκρινολόγο εάν κριθούν απαραίτητες

3. Ο λιπιδαιμικός έλεγχος, ο καθορισμός της γλυκόζης νηστείας και των επιπέδων ινσουλίνης γίνονται επίσης για να καθορίσουν τον σωστό προγραμματισμό της αντιμετώπισης της παιδικής παχυσαρκίας.

Οι επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολλές και δυστυχώς δεν λαμβάνονται άμεσα υπ'όψιν από τους ειδικούς. Το αυξημένο σωματικό βάρος των παιδιών προκαλεί τα πειρακτικά σχόλια των συμμαθητών τους με αποτέλεσμα συχνά την ανάπτυξη ψυχολογικών προβλημάτων λόγω του χαμηλού αυτοσεβασμού και αυτοεκτίμησης που αναπτύσσουν τα παιδιά αυτά. Ενδοκρινολογικά, μεταβολικά και ορθοπεδικά προβλήματα (σακχαρώδης διαβήτης, αυξημένη αρτηριακή πίεση) κάνουν συνήθως σταδιακά την εμφάνισή τους.

Εάν η παιδική παχυσαρκία δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά τότε ο ενήλικας θα έχει προδιάθεση σε σοβαρότερα καρδιοαγγειακά προβλήματα και αυξημένη πρόωρη θνησιμότητα

Η αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας φαίνεται απλή αλλά εάν δεν ληφθούν κάποια μέτρα δεν θα είναι αποτελεσματική

Γι'αυτό θα πρέπει:

  • να ξεκινά έγκαιρα, στην προσχολική ηλικία.
  • να υπάρχουν ρεαλιστικοί και ξεκάθαροι στόχοι όπως η σταθεροποίηση του σωματικού βάρους, έτσι ώστε η σταδιακή σωματική αύξηση να μειώσει σταδιακά το δείκτη μάζας σώματος (εξαιρούνται όμως κάποιες περιπτώσεις).
  • η ενθάρρυνση των παιδιών και των οικογενειών τους στην υγιεινή διατροφή για λόγους καλής μελλοντικής υγείας και όχι για την μείωση του βάρους τους.
  • η άμεση άρση επιπλοκών όπως κοινωνικοψυχολογικά προβλημάτα, αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης και λιπιδίων, υψηλή αρτηριακή υπέρταση, κά.
  • να αναβάλλεται στην περίπτωση που η οικογένεια του παχύσαρκου παιδιού δεν είναι έτοιμη και ενήμερη για την προσπάθεια αυτή.
  • οι αλλαγές στον τύπο διατροφής μπορούν να περιλαμβάνουν μείωση των θερμίδων από:
  • την σταδιακή αποφυγή και περιορισμό των πακεταρισμένων τροφών όπως γλυκά, κέικ, χυμούς καθώς και τροφές ταχυφαγείων (fast foods) χωρίς να απαγορευτούν αυτές όμως τελείως. Xρειάζεται όμως παράλληλα και η ενθάρρυνση των παιδιών στην κατανάλωση τροφών με λίγες θερμίδες και ουσιαστική θρεπτική αξία όπως τα φρούτα και λαχανικά.
  • να υπάρξει μείωση του χρόνου παρακολούθησης της τηλεόρασης και παιχνιδιών στον Η/Υ από τα παιδιά.
  • σταδιακά να αυξηθούν οι σωματικές δραστηριότητες του παιδιού όπως το παιχνίδι με τους φίλους του, το περπάτημα μαζί με κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του, κά.
  • να υπάρχει ενθάρρυνση καθώς και επιβράδευση του παιδιού για τις νέες συνήθειές του, υπομονή για τα αποτελέσματα της προσπάθειας και όχι κριτική και επικρίσεις σε τυχόν αποτυχίες.

 

Συμπερασματικά η παιδική παχυσαρκία χρειάζεται πολύπλευρη και έγκαιρη αντιμετώπιση, επίμονη και μακροχρόνια προσπάθεια με κεντρικό στόχο, αρχικά, την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής από το παιδί και την οικογένειά του.

Η όλη προσπάθεια οφείλει να έχει τελικό στόχο την ανάπτυξη και εξέλιξη ενός παιδιού σε έναν καθόλα υγιή ενήλικα. Για τους λόγους αυτούς δεν επαρκεί μόνο διατροφική αναπροσαρμογή αλλά και γενικευμένη ιατρική αξιολόγηση της γενικής του υγείας. Κύριο λόγο έχει ο παιδίατρος, ο οποίος παρακολουθεί το παιδί από την βρεφική ηλικία και έχει την ευθύνη της σωστής ανάπτυξής του.

Οι διατροφολόγοι και ψυχολόγοι μπορούν να στηρίξουν την προσπάθεια της οικογένειας και του παιδιού σε συντονισμό όμως με τον παιδίατρο. Πρόσφατα, ερωτηματολόγια για την συναισθηματική υγεία ενός παχύσαρκου παιδιού μπορούν να καθορίσουν, με πιο αποτελεσματικό τρόπο, την πορεία της αντιμετώπισης της παιδικής παχυσαρκίας.

ΠΗΓΗ:elixirioonline.gr