Οι περισσότερες παχύσαρκες δεν είναι καπνίστριες

Οι μη καπνίστριες έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκες και να πεθάνουν από τις επιπλοκές του υπερβολικού βάρους, σε σχέση με τις καπνίστριες, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.

Οι μη καπνίστριες έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκες και να πεθάνουν από τις επιπλοκές του υπερβολικού βάρους, σε σχέση με τις καπνίστριες, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.

Στη μελέτη «Renfrew and Paisley» συμμετείχαν περίπου 8.000 γυναίκες και διεξήχθη από το 1972 έως το 1976. Από αυτές το 40% δεν είχαν καπνίσει ποτέ.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Laurence Gruer, από το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Σκοτίας, ανακάλυψαν ότι το 60% των μη καπνιστριών ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες, σε σύγκριση με 40% αυτών που κάπνιζαν.

Σύμφωνα με την έρευνα, το υπερβολικό βάρος συμβάλλει σημαντικά στη νοσηρότητα και θνητότητα, εντούτοις οι ειδικοί σπεύδουν να διευκρινίσουν πως το κάπνισμα είναι πολύ ισχυρότερος παράγοντας από την παχυσαρκία.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε γυναίκες ηλικίας 45 έως 64 ετών και το υψηλότερο ποσοστό παχυσαρκίας μεταξύ των μη καπνιστριών, εμφανιζόταν σε ομάδες χαμηλού εισοδήματος. Σχεδόν 70% των γυναικών της κατηγορίας ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες. Ο δρ Gruer, δήλωσε ότι σίγουρα μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι αν είναι παχύσαρκος, έχει περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει από επιπλοκές διαβήτη, καρδιοπάθειας ή εγκεφαλικού.

Επιπλέον, οι ερευνητές υπέδειξαν ότι ο μειωμένος αριθμός καπνιστριών τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί ενδεχομένως να έχει άμεση επίδραση στα επίπεδα παχυσαρκίας.

Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι οι μη καπνίστριες που ανήκαν σε ομάδα χαμηλότερου εισοδήματος δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα, εάν ακολουθούσαν υγιεινό τρόπο ζωής.

Ο Καθηγητής Johan Mackenbach, από το Erasmus Medical Centre στο Ρότερνταμ, δήλωσε ότι είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι το κάπνισμα είναι ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου για θνησιμότητα, σε σχέση με όλους τους άλλους παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση British Medical Journal.



ΠΗΓΗ: Web Only, ygeia.tanea.gr