H Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα μικροβιακής αντοχής και ταυτόχρονα κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στην κατανάλωση αντιβιοτικών.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα μικροβιακής αντοχής και ταυτόχρονα κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στην κατανάλωση αντιβιοτικών. Παράλληλα, η δημιουργία νέων αναδυόμενων αντοχών αποτελεί μείζον πρόβλημα καθώς αυξάνονται οι σοβαρές λοιμώξεις από ανθεκτικά στελέχη, πληθαίνουν οι πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα. Σημαντικό, λοιπόν, είναι να κατανοήσουμε την έννοια της ευαισθησίας των μικροβίων στα αντιβιοτικά, τους μηχανισμούς αντοχής τους καθώς και τις μεθόδους εφαρμογής ενός αντιβιογράμματος.
Το αντιβιόγραμμα είναι το αποτέλεσμα εργαστηριακών δοκιμών προσδιορισμού της ευαισθησίας ενός βακτηριακού στελέχους σε διαφορετικές κατηγορίες αντιβιοτικών. Πρωταρχικός σκοπός ενός αντιβιογράμματος είναι να μετρηθεί η ευαισθησία ενός μικροβίου στα κοινά αντιβιοτικά ενώ ως δευτερεύων στόχος είναι η ανίχνευση μιας πιθανής αναδυόμενης αντοχής, που μπορεί να οφείλεται σε νέους μηχανισμούς ανθεκτικότητας. Η in vitro ευαισθησία, όμως, δεν εγγυάται απαραίτητα και κλινική ανταπόκριση. Ως εκ τούτου, η απόφαση για τη θεραπεία δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο εργαστηριακό αποτέλεσμα της δοκιμής στα αντιβιοτικά.
Η δράση των αντιβιοτικών, όπως φαίνεται στο σχήμα 1, διαφέρει ανά κατηγορία και σύντομα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:
Σχήμα 1. Στόχοι δράσης των αντιβιοτικών
Οι μηχανισμοί αντοχής των βακτηρίων στα αντιβιοτικά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τη φυσική ή ενδογενή αντοχή και την επίκτητη αντοχή. Παρακάτω αναφέρουμε τα κύρια χαρακτηριστικά τους και τους τρόπους που αυτές οι αντοχές επιτυγχάνονται.
Είναι χρωμοσωμική, ανεξάρτητη της χρήσης αντιβιοτικών και υπάρχει σε όλα τα στελέχη των μικροβίων. Για παράδειγμα τα εντεροβακτηριακά είναι ανθεκτικά στην πενικιλλίνη ενώ οι εντερόκοκκοι είναι ανθεκτικοί στις κεφαλοσπορίνες.
Η επίκτητη αντοχή μπορεί να επιτευχθεί είτε με σημειακές μεταλλάξεις στο χρωμόσωμα είτε με απόκτηση εξωγενούς γενετικού υλικού από άλλα βακτήρια. Σχετίζεται με την χρήση αντιβιοτικών και υπάρχει σε ορισμένα στελέχη μικροβίων. Αναλυτικότερα επιτυγχάνεται:
Οι σημειακές μεταλλάξεις συμβαίνουν σπάνια, είναι τυχαίες και αφορούν το χρωμοσωμικό DNA. Επιλέγονται υπό την πίεση των αντιβιοτικών και προκαλούν ανθεκτικούς πληθυσμούς. Για παράδειγμα είναι η μεταλλαγμένη θέση πρόσδεσης της πενικιλλίνης της πρωτεΐνης PBP-2a του σταφυλοκόκκου ανθεκτικού στην methycilin (Methycillin Resistant Staphylococcus Aureus-MRSA).
Υπάρχουν τρεις τρόποι απόκτησης εξωγενούς υλικού που αναλύονται επιγραμματικά παρακάτω:
Οι παραπάνω αλλαγές στο γενετικό υλικό των βακτηρίων οδηγούν στην παραγωγή πρωτεϊνών με διαφοροποιημένη δράση (αντοχή). Έτσι παρατηρούμε:
Εμφάνιση του φαινομένου της ανοχής: Είναι η in vivo ανθεκτικότητα ενός μικροβίου ενώ in vitro είναι ευαίσθητο. Παρατηρείται σε Gram (+) κόκκους έναντι β-λακταμικών αντιβιοτικών. Η κλινική σημασία του φαινομένου αυτού είναι ότι ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στην αντιμικροβιακή θεραπεία.
Παρακάτω παραθέτουμε τις μεθόδους του αντιβιογράμματος που χρησιμοποιούνται σήμερα.
O μικροοργανισμός ενοφθαλμίζεται στο θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι δίσκοι των αντιβιοτικών. Μετά από επώαση στους 37οC για 24h έως 48h μετρούμε τις ζώνες αναστολής.
Επαγωγική αντοχή (inducible resistance):
Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια θεραπείας με ένα αντιβιοτικό σε στέλεχος μικροβίου που ήταν ευαίσθητο στο αντιβιοτικό αυτό. Παρατηρείται:
Παρατηρείται για παράδειγμα σε βακτηρίδια όπως Enterobacter, Serratia, Pseudomonas
Μέθοδος στην οποία δε χρησιμοποιείται δίσκος αντιβιοτικού αλλά ένα ειδικό “strip” εμποτισμένο με το αντιβιοτικό. Παρατηρείται μια ελλειπτική ζώνη αναστολής και το σημείο όπου η έλλειψη συναντάει το Strip μας δίνει την ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση του αντιβιοτικού.
Η ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (minimum inhibitory concentration - MIC) ορίζεται ως η μικρότερη πυκνότητα του αντιβιοτικού που αναστέλλει την ανάπτυξη του μικροβίου. Με τη μέθοδο αυτή, επιλέγεται κάθε φορά το καταλληλότερο panel αντιβιοτικών προκειμένου να αποφευχθεί η αποτυχία μιας θεραπείας.
Η MIC χρησιμοποιήθηκε στην αρχή σαν manual τεχνική, σήμερα όμως είναι πλήρως αυτοματοποιημένη. Πρόκειται για μέθοδο μικροαραιώσεων με τη χρήση 64 μικρουποδοχών: μια υποδοχή ελέγχου ανάπτυξης μικροβίου (control) και υποδοχές προμετρημένων ποσοτήτων αντιβιοτικών .
Αφού γίνει το εναιώρημα συγκεκριμένης θολερότητας ακολουθεί η συμπλήρωση, το σφράγισμα και η τοποθέτηση της κάρτας στην αυτόματη μονάδα επώασης/ανάγνωσης. Γίνεται παρακολούθηση της ανάπτυξης κάθε 15 min (φθορισμός, θολερότητα, χρώμα) και προσδιορίζεται η MIC μέσα σε 5 έως 18ώρες.
Τα αποτελέσματα όλα προσδιορίζονται και για τις τρεις μεθόδους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του CLSI.
Μετά από αυτή τη σύντομη περιγραφή της έννοιας, της χρησιμότητας και των μεθόδων του αντιβιογράμματος καθώς και των αντοχών των μικροβίων στα αντιβιοτικά κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί ότι η ευαισθητοποίηση της κοινότητας για ορθολογική χρήση τους είναι σημαντική για τον περιορισμό των μικροβιακών αντοχών. Απαιτείται επομένως η επιτήρηση των λοιμώξεων από πολυανθεκτικούς μικροοργανισμούς στα νοσοκομεία και η ευαισθητοποίηση κοινού και επαγγελματιών Υγείας ώστε επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα.
Νάντια Κοντογιάννη
Βιολόγος-Επιστημονική Συνεργάτης Medisyn
Βιβλιογραφία
© 2019 Iatrica Όροι χρήσης | Πολιτική προστασίας απορρήτου