Μη κοιλιακή ευαισθησία στη γλουτένη (NCGS): Σημαντική διάγνωση ή διατροφική μόδα?

Ο αυξανόμενος αριθμός των ασθενών σε όλο τον κόσμο οι οποίοι είναι ευαίσθητοι στη δράση της γλουτένης μέσω της διατροφής, χωρίς ενδείξεις κοιλιοκάκης (CD) ή αλλεργίας εκ σίτου (WA) συνέβαλε στην παραδοχή ότι «μπορεί να υπάρχει» ένα νέο σύνδρομο σχετιζόμενο με τη γλουτένη που ορίζεται ως μη κοιλιακή ευαισθησία στη γλουτένη (NCGS).

Περιγράφεται επίσης στην βιβλιογραφία ως ευαισθησία στη γλουτένη , γλουτένη υπερευαισθησία , δυσανεξία στη γλουτένη  και μη κοιλιακή δυσανεξία στη γλουτένη. Ο όρος NCGS φαίνεται να κερδίζει έδαφος και φαίνεται  ότι είναι αυτό που λέμε «κλινική διάγνωση», ένα σύνδρομο που καθορίζεται αποκλειστικά από τα συμπτώματα, όχι από βιοψία ιστού ή εξετάσεις αίματος.

Οι γνώσεις μας σχετικά με την παθογένεση, την επιδημιολογία και τη φυσική ιστορία αυτού του συνδρόμου εξακολουθούν να είναι αρκετά υποτυπώδεις και υπό συζήτηση, διότι πολλές πτυχές του συνδρόμου αυτού παραμένουν άγνωστες. Δεν υπάρχουν ακριβείς εκτιμήσεις για την επικράτηση της NCGS  επειδή δεν υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις ή συμπτώματα που να μπορούν να αξιολογηθούν, αλλά εκτιμάται ότι ο επιπολασμός της στο γενικό πληθυσμό είναι αρκετά υψηλότερος από αυτόν της CD. Η παθογένεια της NCGS πιστεύεται ότι είναι ετερογενής, με αναγνωρισμένο καίριο ρόλο για την έμφυτη ανοσία. Πολλοί άλλοι παράγοντες συμβάλλουν επίσης, συμπεριλαμβανομένων της χαμηλού βαθμού εντερικής φλεγμονής, της αυξημένης λειτουργίας του εντερικού φραγμού και αλλαγών στην εντερική μικροχλωρίδα. Λόγω  της ετερογένειας της  οι επιλογές διαχείρισης της θα πρέπει να ποικίλλουν ανάλογα με τα κύρια ή τα παράλληλα παθολογικά αίτια.

Αυτή τη στιγμή, φαίνεται ότι η NCGS δεν έχει μια ισχυρή κληρονομική βάση, δεν σχετίζεται με δυσαπορρόφηση ή διατροφικές ελλείψεις, και δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε αυξημένο κίνδυνο για αυτοάνοσες διαταραχές ή εντερική κακοήθεια. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις σημαντικές διαφορές στη φυσική ιστορία και τα αποτελέσματα, η διαφοροποίηση της CD και της NCGS είναι σημαντική για την παροχή συμβουλών στους ασθενείς σχετικά με τη σημασία της συνεχούς παρακολούθησης της νόσου, την απαιτούμενη διάρκεια και η αυστηρότητα της τήρησης της GFD, και για την παροχή συμβουλών και τον έλεγχο των μελών της οικογένειας.

Υπάρχει σημαντική επικάλυψη μεταξύ των συμπτωμάτων του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου (IBS) και της CD.   Η NCGS  μπορεί να είναι μια ξεχωριστή διαταραχή που πέφτει μεταξύ αυτών των δύο. Η NCGS μπορεί να είναι ένας από τους υποκείμενους μηχανισμούς για την παραγωγή των συμπτωμάτων στο IBS και δεν μπορούν κατ ' ανάγκη να ανήκουν στο φάσμα της CD.

Κατά τα τελευταία 30 χρόνια, η έννοια της NCGS έχει αποκτήσει σημαντικό ενδιαφέρον από την επιστημονική κοινότητα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο αριθμός των ατόμων που αγκαλιάζει μια δίαιτα ελεύθερη σε γλουτένη (GFD) είναι ταχέως αναπτυσσόμενος. Πρέπει να τονισθεί ότι παρά την αναγνώριση της NCGS εδώ και 30 χρόνια, μόνο πρόσφατα το ενδιαφέρον γι αυτήν είναι ιδιαίτερα αυξημένο (με περίπου 386.000 αποτελέσματα του Google, αλλά μόνο 20 καταχωρήσεις στο PubMed! ). Αξίζει να σημειωθεί ότι, η γνώση του κοινού στην Αμερική για την NCGS υπερβαίνει την αντίστοιχη της CD.

Η αλήθεια είναι, όμως, ότι μια δίαιτα ελεύθερη σε γλουτένη (GFD) δεν είναι υγιεινή όταν δεν υπάρχει δυσανεξία στη γλουτένη. Η GFD είναι απαραίτητη μόνο σε όσα άτομα πάσχουν από CD και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας μετά τη διάγνωση. Οι άνθρωποι που έχουν NCGS θα επωφεληθούν επίσης από μια GFD. Αν υιοθετηθεί η σωστή διατροφή χωρίς γλουτένη, ο βλεννογόνος του εντέρου αποκαθίσταται μέσα σε 6 ως 12 μήνες. Παράλληλα τα κλινικά συμπτώματα βελτιώνονται μέσα σε μόλις λίγες εβδομάδες, ενώ στα παιδιά οι ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά αναπληρώνονται και το σωματικό βάρος και ύψος επανέρχονται στο φυσιολογικό επίπεδο (όταν υπάρχει έγκαιρη διάγνωση πριν από την εφηβεία).

Για άτομα χωρίς διαταραχές σχετιζόμενες με γλουτένη, οι δίαιτες ελεύθερες σε γλουτένη έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β και σε αρκετά ιχνοστοιχεία και δεν έχει αποδειχθεί ότι έχουν κάποια σημαντική επίδραση στην απώλεια βάρους.

Γεγονός είναι ότι υπό την προϋπόθεση ο όρος NCGS «μπορεί να υπάρχει»,  δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για να υποστηριχθεί η διατροφική μόδα μιας GFD. Σήμερα πέρα από μεμονωμένα περιστατικά, δεν υπάρχουν στοιχεία για να υποστηρίξει κανείς αν μια GFD είναι αποτελεσματική ή όχι στην απώλεια βάρους, καθ’ ότι δεν έχουν γίνει μελέτες πάνω στο θέμα. Ο σκοπός μίας δίαιτας δε θα πρέπει να είναι ο φόβος του ασθενή ώστε να συμμορφωθεί στο διαιτολόγιο, αλλά να εφοδιαστεί με συγκεκριμένη γνώση ώστε να είναι ικανός να διαλέξει τι είναι καλό για τον ίδιο.

Η αδυναμία εύρεσης μιας γρήγορης αποτελεσματικής δίαιτας, ενός τρόπου που θα επιδρούσε αποτελεσματικά στην μείωση και διατήρηση του βάρους δεν πρέπει να μας αναγκάζει ώστε να ανατρέχουμε σε «δονκιχωτικές» τεχνικές, συχνά επιζήμιες για την υγεία μας. Η απώλεια βάρους αποτελεί μια σοβαρή υπόθεση και θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με συστηματική αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών και του τρόπου ζωής μας γενικότερα. Η απώλεια βάρους πρέπει να έρχεται μέσα από μία ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή, χωρίς να αποκλείονται θρεπτικά συστατικά όπως είναι η γλουτένη. Μάλιστα, ενδέχεται ένα προϊόν να μην περιέχει γλουτένη, αλλά στην ουσία να έχει πολλαπλή θερμιδική αξία από ένα αντίστοιχο προϊόν με γλουτένη.

Τάκης Αποστολόπουλος, Βιολόγος-Κλινικός Χημικός, Επιστημονικός Συνεργάτης Medisyn.