Tα μηνύματα που στέλνουμε με τη γλώσσα του σώματος, όπως μας πληροφορούν οι ειδικοί, έχουν ορισμένες φορές πολύ μεγαλύτερη σημασία στην επικοινωνία από αυτήν που συνήθως νομίζουμε.
Οι περισσότεροι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η κυριότερη μορφή επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων είναι τα λόγια. Η αλήθεια όμως είναι ότι όσα δεν λέμε με τα λόγια είναι και τα πιο σημαντικά. Πρόκειται για τα μηνύματα που στέλνουμε με τη γλώσσα του σώματος (τις εκφράσεις του προσώπου, τα μάτια, το βλέμμα, τα χέρια, τη στάση του κορμού σώματος, το άγγιγμα κλπ), που όπως μας πληροφορούν οι ειδικοί ορισμένες φορές πολύ μεγαλύτερη σημασία στην επικοινωνία από αυτήν που συνήθως νομίζουμε. Φαίνεται μάλιστα ότι η γλώσσα του σώματος είναι αποκαλυπτική ακόμα και στον ύπνο.
Είναι όμως δύσκολο κάποιος να αποκωδικοποιήσει τον μη λεκτικό κώδικα επικοινωνίας. Πρόκειται για ασαφή κώδικα, όπου κάθε «σήμα» έχει πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις. Ο Φρόιντ παρομοίασε ήδη από το 1905 τη μη λεκτική επικοινωνία με γρίφο ή με δυσνόητο κείμενο που απαιτεί ειδικές στρατηγικές ερμηνείας.
Μπορούμε πάντως να καταλάβουμε σχετικά εύκολα αν υπάρχει πραγματική επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων ή αν υπάρχει κάποιο τοίχος μεταξύ τους. Οταν για παράδειγμα ο Τομ Κρουζ και η Κέιτι Χολμς ανακοίνωσαν το διαζύγιό τους, οι δημοσιογράφοι του κοινωνικού σχολιασμού έσπευσαν να πουν ότι ήξεραν πως το πράγμα πήγαινε προς τα εκεί από τη γλώσσα του σώματός τους. Όταν δύο άνθρωποι επικοινωνούν πραγματικά, τότε οι κινήσεις των σωμάτων τους συντονίζονται σαν σε χορό, εξηγούν οι ψυχολόγοι. Αντιθέτως, όταν η επικοινωνία δεν είναι ζεστή, τότε υπάρχει μεγαλύτερη σωματική ακαμψία ακόμη κι αν η κουβέντα μοιάζει να ρέει χαλαρά μεταξύ τους. Ο «χορός» των σωμάτων αποτελεί ένα σημάδι καλής επικοινωνίας. Mάλιστα, ορισμένοι άνθρωποι θεωρείται ότι έχουν μεγαλύτερο ταλέντο στην επικοινωνία όχι τόσο γιατί ξέρουν να μιλάνε καλά, όσο γιατί έχουν την ικανότητα να συντονίζονται σωματικά με τον συνομιλητή τους, κάνοντάς τον να νιώθει άνετα και ζεστά (νευρογλωσσικός προγραμματισμός).
Επίσης μπορούμε να καταλάβουμε σχετικά εύκολα τον νικητή και τον χαμένο. Στους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες, οι αθλητές από όλες τις χώρες έκαναν τις ίδιες κινήσεις όταν νικούσαν: χέρια ψηλά και ανοιχτά με το πιγούνι ανασηκωμένο. Το ίδιο ίσχυε και για αθλητές οι οποίοι ήταν εκ γενετής τυφλοί, κάτι το οποίο υποδηλώνει ότι η πόζα της νίκης είναι έμφυτη. Οι στάσεις της ήττας φάνηκε επίσης ότι είναι οικουμενικές. Ολοι σχεδόν καμπουριάζουν και έχουν πεσμένους τους ώμους όταν χάνουν, κοιτάζουν προς τα κάτω και μοιάζουν άτονοι. Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα έχασε στην πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση με τον Μιτ Ρόμνεϊ, τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του για την προεδρία των ΗΠΑ, ορισμένοι θεώρησαν ότι έφταιγε η «χαμηλή ενέργεια» που είχε και τη συνήθειά του να κοιτάζει κάτω και να σφίγγει τα χείλη κάτι που τον έκανε να δείχνει άτονο και απροετοίμαστο.
Υποστηρίζεται συχνά ότι κατά 93% η επικοινωνία μας δεν είναι λεκτική. Μόνο το 7% του μηνύματος που στέλνουμε βασίζεται σε αυτά που πραγματικά λέμε. Οι αριθμοί προέρχονται από μια έρευνα που έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον Αλμπερτ Μαχράμπιαν, κοινωνικό ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες. Ο δρ Μαχράμπιαν διαπίστωσε ότι όταν το συναισθηματικό μήνυμα που μεταδιδόταν από τον τόνο της φωνής και την έκφραση του προσώπου διέφερε από τις λέξεις που προφέρονταν (π.χ., όταν κάποιος έλεγε τη λέξη «κτήνος» με θετικό τόνο και χαμογελώντας), οι άλλοι έτειναν να πιστεύουν τα μη λεκτικά μηνύματα παρά την ίδια τη λέξη. Από τα πειράματα αυτά, ο Μαχράμπιαν υπολόγισε ότι μόνο το 7% του συναισθηματικού μηνύματος προέρχεται από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Το 38% προέρχεται από τον τόνο της φωνής και το 55% από μη λεκτικά σήματα. Αυτή όμως η εξίσωση δεν είναι ευαγγέλιο. Στο κάτω κάτω, αν πραγματικά μπορούσαμε να κατανοήσουμε το 93% αυτών που λένε οι άλλοι χωρίς τη βοήθεια των λέξεων. Ο Μαχράμπιαν αφιέρωσε μεγάλο μέρος των τελευταίων τεσσερισήμισι δεκαετιών στο να διευκρινίσει ότι η «εξίσωση» αυτή ισχύει μόνο σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν κάποιος μιλάει για αυτά που του αρέσουν και για αυτά που απεχθάνεται. Διαφορετικά οι εξισώσεις αυτές δεν ισχύουν. Ο ίδιος ο Μαχράμπιαν λέι ότι ανατριχιάζει κάθε φορά που ακούει τη θεωρία του να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση.
Οι κινήσεις και οι στάσεις του σώματός μας περνάνε συχνά ένα μήνυμα στους γύρω μας και φαίνεται πως αυτό το μήνυμα δεν μπορούμε να το ελέγξουμε απόλυτα. Υπάρχουν λοιπόν αρκετά σημάδια που προδίδουν κάποιον όταν δεν λέει την αλήθεια. Κάθε φορά που κάνετε μια ερώτηση, παρατηρήστε την απάντηση στη γλώσσα του σώματος. Αν εντοπίσετε μια ακούσια κίνηση των χεριών προς το πρόσωπο, το λαιμό, τα μαλλιά ή το λοβό του αυτιού, είναι πολύ πιθανό αυτό που σας λένε να μην είναι απόλυτα αληθές. Άλλη μια ένδειξη είναι όταν το βλέμμα του συνομιλητή σας ξαφνικά καρφώνεται στο ταβάνι ή στο πάτωμα.
Όμως ο καλύτερος τρόπος για να εντοπίσετε κάποιον που λέει ψέμματα δεν είναι η γλώσσα του σώματος. Ο καλύτερος τρόπος είναι να ακούσετε προσεκτικά τι λέει. Οι ψεύτες τείνουν να μιλάνε σε υψηλότερο τόνο, δίνουν λιγότερες λεπτομέρειες στις περιγραφές τους για τα γεγονότα, είναι πιο αρνητικοί και τείνουν να επαναλαμβάνουν κάποιες λέξεις. Οσον αφορά τα σήματα που προδίδουν τα ψέματα είναι οι νευρικές κινήσεις.
Όταν κάποιος λέει ψέματα, τα χέρια του πηγαίνουν αυθόρμητα στο στόμα του, τη μύτη ή τα αυτιά του. Εντελώς ασυναίσθητα σε τέτοιες καταστάσεις, τα δάχτυλα αγγίζουν τη μύτη και πιάνουν διαρκώς τον αυχένα καθώς ο ομιλητής νιώθει πως «πνίγεται». Παράλληλα, το άγγιγμα στο λοβό του αυτιού ηρεμεί τον ψεύτη, ενώ το δάγκωμα των χειλιών φανερώνει την ανάγκη του ομιλητή να συγκρατήσει τον εαυτό του από το ψέμα.
Μια μετα-ανάλυση περισσότερων από 100 μελέτες διαπίστωσε ότι εκτός από τις νευρικές κινήσεις εμφανίζεται στους ψεύτες και διαστολή της ίριδας των ματιών. Είναι αυτό που λένε ότι τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια. Αυτό είναι που κάνει τους ανθρώπουν να επικοινωνούν μέσα από τις ματιές. Όταν κάποιος προσπαθεί να προστατεύσει ή να σχεδιάσει καλύτερα το ψέμα του κοιτάει είτε προς τα κάτω είτε ανοιγοκλείνει γρήγορα τα βλέφαρα. Υπάρχουν όμως και στους «επαγγελματίες» του είδους, που ενώ λένε ψέματα, κοιτούν κατάματα τον συνομιλητή και δείχνουν υπερβολικά ειλικρινείς και χαλαροί!
Επίσης κατά τη διάρκεια ενός ψέματος, η χροιά της φωνής αλλάζει, τρέμει ελαφρά και αυξομειώνει τους τόνους της. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως, που η φωνή αντί να διαθέτει αρκετές παύσεις, μετατρέπεται σε επιθετική ή γοητευτική. Ασυνείδητα είτε συνειδητά κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει διαφορετικά ένα ψέμα, καθώς άλλοι προσπαθούν να φανούν ειλικρινείς μέσα από τη σιγουριά της φωνής τους ενώ άλλοι δεν μπορούν να αποφύγουν το δισταγμό και τον γρήγορο ρυθμό της.
Πάντως δεν πρέπει να σπεύδουμε να κατηγορήσουμε ανθρώπους ότι λένε ψέματα βασιζόμενοι μόνο στη γλώσσα του σώματός τους. Η γλώσσα του σώματος είναι ανακριβής γιατί εξαρτάται από πολλές μεταβλητές ενώ ακόμα και σήμερα η μελέτη της επικοινωνίας χωρίς ομιλία, βρίσκεται σε εμβρυϊκό στάδιο. Πάρτε για παράδειγμα τα σταυρωμένα χέρια. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι όταν κάποιος σταυρώνει τα χέρια του προσπαθεί να αμυνθεί ή να αποκρούσει τον άλλον ή τις απόψεις του. Αυτό ίσως ισχύει. «Το ίδιο όμως σταύρωμα των χεριών μπορεί να σημαίνει το αντίθετο αν ο θώρακας είναι υπερβολικά στητός, με μια ελαφρά κλίση προς τα πίσω - τότε δηλώνει ότι κάποιος δεν είναι ευάλωτος» λέει ο Ντέιβιντ Μακ Νιλ, ο οποίος μελετά τις χειρονομίες στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Η χρήση της γλώσσας του σώματος για την αξιολόγηση της σεξουαλικής έλξης μπορεί να οδηγήσει σε λάθος. Ο Καρλ Γκράμερτου Πανεπιστημίου της Βιέννης στην Αυστρία εντόπισε στοιχεία που υποστηρίζουν τη λαϊκή αντίληψη ότι μια γυναίκα δίνει σήμα ότι ενδιαφέρεται για κάποιον άνδρα όταν παίζει με τα μαλλιά της, στρώνει τα ρούχα της, συγκατανεύει και τον κοιτάζει στα μάτια. Ανακάλυψε όμως επίσης ότι οι γυναίκες κάνουν ακριβώς τα ίδια ενθαρρυντικά σήματα μέσα στο πρώτο λεπτό από τη στιγμή που θα συναντήσουν έναν άνδρα είτε αυτός τους αρέσει είτε όχι. Αυτού του είδους το φλερτ αποτελεί σήμα πραγματικού ενδιαφέροντος μόνο αν συνεχιστεί μετά τα πρώτα τέσσερα λεπτά. Ο δρ Γκράμερ δίνει την ερμηνεία ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα του σώματος για να κάνουν έναν άνδρα να εξακολουθήσει να μιλάει μαζί τους ώσπου να μπορέσουν να καταλάβουν αν αξίζει τον κόπο να τον γνωρίσουν καλύτερα.
Ακόμη όμως και όταν υπάρχει γενική συμφωνία σχετικά με το πώς πρέπει να ερμηνευθεί η γλώσσα του σώματος μπορεί να κάνουμε λάθος, όπως αποκάλυψε μια μελέτη για το περπάτημα. Ο ψυχολόγος Τζον Τόρεσεν του Πανεπιστημίου του Ντάραμ της Βρετανίας βιντεοσκόπησε ανθρώπους ενώ περπατούσαν και μετά μετέτρεψε τις εικόνες σε απεικονίσεις με φωτεινές κουκκίδες ώστε να τονίσει τα κινούμενα μέλη αφαιρώντας τις πληροφορίες σχετικά με το σχήμα του σώματος. Διαπίστωσε ότι σχεδόν όλοι έκριναν το καμαρωτό περπάτημα ως σήμα ενός περιπετειώδους, εξωστρεφούς, ζεστού και άξιου εμπιστοσύνης ατόμου. Το αργό, άνετο και χαλαρό περπάτημα, από την άλλη πλευρά, συνδεόταν με μια ήρεμη, ψύχραιμη προσωπικότητα. Ωστόσο, όταν οι ερευνητές συνέκριναν την πραγματική προσωπικότητα των ανθρώπων που περπατούσαν με τα συμπεράσματα που οι εθελοντές είχαν βγάλει για αυτούς με βάση το περπάτημά τους, διαπίστωσαν ότι δεν είχαν καμία σχέση.
Προσποιούμενοι μια πλαστή ηρεμία ή αυτοπεποίθηση μπορούμε να αλλάξουμε την εντύπωση που δίνουμε στους άλλους, όμως η ψυχολόγος Ντέινα Κάρνεϊ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ πιστεύει ότι με κάτι τέτοιο μπορούμε να καταφέρουμε ακόμη περισσότερα. Υποστηρίζει ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του σώματός μας για να αλλάξουμε τα συναισθήματά μας. Αυτή είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις σχετικά με τη γλώσσα του σώματος: ενώ ένα συγκεκριμένο συναίσθημα μπορεί να προκαλέσει μια ορισμένη σωματική στάση, η ίδια η στάση μπορεί, όταν υιοθετηθεί, να προκαλέσει το αντίστοιχο συναίσθημα. Αυτή είναι μια από τις αρχές των ηθοποιών που μαθαίνουν στο σύστημα Στανισλάφκι και θέλουν μέσω της στάσης του σώματος να προκαλέσουν συγκεκριμένα συναισθήματα στον εαυτό τους.
Η δρ Κάρνεϊ και οι συνεργάτες της ζήτησαν από δύο ομάδες εθελοντών να τηρήσουν αντίστοιχα στάσεις «υψηλής ισχύος» ή «χαμηλής ισχύος» για δύο λεπτά. Στην ομάδα «υψηλής ισχύος» οι στάσεις ήταν «επεκτατικές» - κάθονταν π.χ. με τα πόδια επάνω σε ένα γραφείο και τα χέρια πίσω από το κεφάλι ή ή με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση - ενώ οι εθελοντές της ομάδας «χαμηλής ισχύος» έπρεπε να κουλουριάζονται και να περιορίζονται στον χώρο. Στη συνέχεια οι εθελοντές έπαιξαν ένα τυχερό παιχνίδι στο οποίο οι πιθανότητες να κερδίσουν ήταν 50-50, ενώ οι ερευνητές έλαβαν δείγματα σάλιου για να ελέγξουν την τεστοστερόνη και την κορτιζόλη - των ορμονών της «δύναμης» και του στρες αντίστοιχα - στον οργανισμό τους.
Οσοι είχαν τηρήσει τις στάσεις υψηλής ισχύος είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να ρισκάρουν από εκείνους που είχαν τηρήσει τις στάσεις χαμηλής ισχύος (86% σε σύγκριση με 60%). Οχι μόνο αυτό αλλά η επιθυμία για τζόγο φάνηκε να συνδέεται με φυσιολογικές μεταβολές. Οι εθελοντές της ομάδας υψηλής ισχύος είχαν κατά 20% αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης και κατά 25% μειωμένα επίπεδα κορτιζόλης ενώ οι εθελοντές των στάσεων χαμηλής ισχύος εμφάνιζαν μείωση της τεστοστερόνης κατά 10% και αύξηση της κορτιζόλης κατά 15%.
Η δρ Κάρνεϊ επισημαίνει μελέτες οι οποίες έχουν δείξει ότι το να κάθεται κάποιος με την πλάτη ίσια οδηγεί σε θετικά συναισθήματα ενώ το να κάθεται με καμπουριασμένους ώμους τον κάνει να νιώθει πεσμένος. Πολλά στοιχεία επίσης υποδεικνύουν ότι το να προσποιηθεί κάποιος ένα χαμόγελο τον κάνει να νιώθει πιο ευτυχισμένος ενώ το να συνοφρυώνεται έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι οι άνθρωποι που κάνουν ενέσεις μπότοξ οι οποίες τους εμποδίζουν να συνοφρυωθούν νιώθουν εν γένει μεγαλύτερη ευτυχία.
Το Βήμα
© 2019 Iatrica Όροι χρήσης | Πολιτική προστασίας απορρήτου