Ο όρος «σύνδρομο χρόνιας κόπωσης» περιγράφει ένα παλιό σύνδρομο το οποίο αφορά μια διαταραχή με χαρακτηριστικά την εξουθενωτική κόπωση που συνδυάζεται με συμπτώματα σωματικά και νευροψυχολογικά.
Ο όρος «σύνδρομο χρόνιας κόπωσης» περιγράφει ένα παλιό σύνδρομο το οποίο αφορά μια διαταραχή με χαρακτηριστικά την εξουθενωτική κόπωση που συνδυάζεται με συμπτώματα σωματικά και νευροψυχολογικά. Στο παρελθόν ασθενείς με διάγνωση μελαγχολία, νευρασθένεια, χρόνια βρουκέλλωση, χρόνια λοιμώδη μονοπυρήνωση πιθανόν να έπασχαν από το ονομαζόμενο σήμερα σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.
Το σύνδρομο είναι πιο συχνό στις ηλικίες των 25 μέχρι 45 ετών με τις γυναίκες να πάσχουν περισσότερο από τους άνδρες, ενώ δεν αποκλείεται η εμφάνισή του σε παιδιά ή υπερήλικες. Αν και η χρόνια κόπωση είναι ένα συχνό σε εμφάνιση σύμπτωμα σε διάφορες ηλικιακές ομάδες η διάγνωση του συνδρόμου τίθεται σε πολύ λιγότερους από τους αιτιώμενους κόπωση ασθενείς.
Η διάγνωση του συνδρόμου πρέπει να τίθεται σε άτομο δραστήριο με εμφάνιση πρόσφατης κόπωσης η οποία είναι ανεξήγητη, παραμένει ή υποτροπιάζει και έχει διερευνηθεί εργαστηριακά αλλά δεν έχουν προκύψει παθολογικά ευρήματα, ενώ η ανάπαυση δεν βελτιώνει την κόπωση, η οποία τελικά οδηγεί τον πάσχοντα σε ελάττωση των δραστηριοτήτων του.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει προηγηθεί μια μη σημαντική λοίμωξη ή κάποια άλλη ψυχοσωματική ένταση. Ακολουθούν συμπτώματα όπως η κεφαλαλγία η κυνάγχη, επώδυνοι λεμφαδένες, μυαλγίες, αρθραλγίες τα οποία επιμένουν και οδηγούν το γιατρό και τον ασθενή στο συμπέρασμα ότι η λοίμωξη επιμένει. Ο εργαστηριακός έλεγχος δεν αποκαλύπτει παθολογικά ευρήματα που να οδηγούν σε κάποια συγκεκριμένη παθολογική κατάσταση. Στη συνέχεια με την παρέλευση των επόμενων εβδομάδων προστίθενται διαταραχές στον ύπνο και δυσχέρεια συγκέντρωσης.
Φυσικό είναι η αναζήτηση περαιτέρω συμβουλών από άλλους επαγγελματίες υγείας άλλων ειδικοτήτων χωρίς όμως κάποιο επιπλέον διαγνωστικό ή θεραπευτικό αποτέλεσμα. Έτσι και ενώ τα συμπτώματα επιμένουν, ο ασθενής απογοητεύεται, απομονώνεται περιορίζει τις δραστηριότητές του και ίσως εγκαταλείψει και το γιατρό του αφού δεν μπορεί να βρει λύση στο πρόβλημα του και να τον θεραπεύσει. Ευτυχώς όμως το σύνδρομο δε φαίνεται να εξελίσσεται, ενώ σε πολλούς βελτιώνεται μέχρι και πλήρους εξαφάνισής του.
Το κλασσικό καλό ιατρικό ιστορικό, η πλήρης εξέταση του ασθενή και ο αρνητικός εργαστηριακός έλεγχος ρουτίνας, προς αποκλεισμό άλλων παθολογικών νοσημάτων θα οδηγήσουν προς την διάγνωση του συνδρόμου.
Δυστυχώς το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν έχει κάποια δικά του αποκλειστικά παθογνωμονικά ευρήματα, αλλά περιλαμβάνει ένα σύνολο συμπτωμάτων και διαγιγνώσκεται εξ αποκλεισμού των παθολογικών νοσημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κόπωση.
Η θεραπεία του συνδρόμου είναι μη ειδική και στοχεύει στη βελτίωση των συμπτωμάτων του ασθενή και της ζωής του. Είναι σημαντικό λοιπόν να ενημερωθεί ο ασθενής για όλες τις επιπτώσεις του συνδρόμου στη ζωή του έτσι ώστε να μπορέσει να κατανοήσει αλλά και να αντιμετωπίσει, και από ψυχολογικής πλευράς, καλύτερα αυτό που του συμβαίνει.
Ο κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος θα πρέπει να επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να αποκαλυφθεί υποκείμενο νόσημα που παρουσιάζει αργή εξέλιξη και εμφάνιση. Χρήση αναλγητικών, βελτιωτικών της διάθεσης όπως αντικαταθλιπτικών γίνεται μόνο από το θεράποντα γιατρό ώστε να μην οδηγηθεί ο ασθενής σε φαρμακευτική εξάρτηση.
Αλλαγές στον τρόπο ζωής οι οποίες αφορούν διατροφικές συνήθειες και σωματικές ασχολίες είναι επιβεβλημένες ώστε να μην επιδεινωθούν τα υπάρχοντα συμπτώματα.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο γιατρός οφείλει με υπομονή και ηρεμία να στέκεται δίπλα στον ασθενή του, να δίνει παράλληλα την πρέπουσα σημασία στα συμπτώματα που αναφέρει ο πάσχοντας και να τα βελτιώνει με όλες τις δυνατές υπάρχουσες ιατρικές θεραπευτικές μεθόδους, προσφέροντας λύσεις στον άρρωστό του.
Πηγή: pathfinder.gr
Κοσμάς Πανταζόπουλος, Παθολόγος.
© 2019 Iatrica Όροι χρήσης | Πολιτική προστασίας απορρήτου