Ο γάμος και η συμβίωση μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος

Ο γάμος και η συμβίωση μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος για άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, ενώ οι ανύπαντροι και οι μοναχικοί κινδυνεύουν περισσότερο...

Ο γάμος και η συμβίωση μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος για άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, ενώ οι ανύπαντροι και οι μοναχικοί κινδυνεύουν περισσότερο.

Οι ανύπαντροι και οι μοναχικοί, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα, θανατηφόρο ή μη, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη φινλανδική επιστημονική έρευνα. Αντίθετα, τα παντρεμένα ζευγάρια, ιδίως της μέσης ηλικίας ή όσοι συγκατοικούν για χρόνια στο πλαίσιο μιας συντροφικής σχέσης, έχουν σημαντικά καλύτερη πρόγνωση, όσον αφορά οξέα καρδιαγγειακά επεισόδια, είτε πριν, είτε μετά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο. 

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Άϊνο Λαμινταούστα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Τούρκου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Καρδιολογίας «European Journal of Preventive Cardiology», μελέτησαν πάνω από 15.300 περιπτώσεις εμφραγμάτων του μυοκαρδίου σε ανθρώπους άνω των 35 ετών για μια περίοδο περίπου δέκα ετών. Περίπου τα μισά περιστατικά (7.703) κατέληξαν στο θάνατο του ασθενούς μέσα στις επόμενες 28 μέρες μετά το έμφραγμα.

Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι τα εμφράγματα ήσαν κατά 58% έως 66% συχνότερα μεταξύ των ανύπαντρων ανδρών και κατά 60% έως 65% μεταξύ των ανύπαντρων γυναικών, σε σχέση με τους παντρεμένους. Η θνησιμότητα εντός των επόμενων 28 ημερών στους παντρεμένους ηλικίας 65 έως 74 ετών ήταν 866 ανά 100.000 άτομα έναντι 1.792 ανά 100.000 ατόμων μεταξύ των συνομήλικων ανύπαντρων ή χήρων. Αντίστοιχα, η θνησιμότητα μεταξύ των παντρεμένων γυναικών ηλικίας 65 έως 74 ετών ήταν 247 ανά 100.000 άτομα ετησίως έναντι 493 ανά 100.000 ατόμων μεταξύ των ανύπαντρων ή χήρων γυναικών.

Το ποσοστό θανάτων κατά τις πρώτες 28 ημέρες μετά από ένα έμφραγμα ήταν 26% μεταξύ των παντρεμένων ανδρών ηλικίας 35 έως 64 ετών, 42% μεταξύ των συνομήλικων ανδρών που είχαν στο παρελθόν υπάρξει παντρεμένοι και 51% μεταξύ των ανδρών που ποτέ στη ζωή τους δεν είχαν παντρευτεί. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις γυναίκες ηλικίας 35 έως 64 ετών ήσαν 20%, 32% και 43%. Το ποσοστό θανάτων των ανδρών και γυναικών ηλικίας 35 έως 64 ετών που ζούσαν μόνοι τους, ήταν υψηλότερο από εκείνο όσων συζούσαν με ένα σύντροφο.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι, όπως έχουν δείξει και άλλες έρευνες στο παρελθόν, το να είναι κανείς ανύπαντρος ή να ζει μόνος του, αυξάνει τόσο τη συνολική θνησιμότητά του, όσο και ειδικότερα τη θνησιμότητα λόγω καρδιαγγειακού προβλήματος. Ως πιθανές αιτίες γι’ αυτό, οι φινλανδοί ερευνητές αναφέρουν: 

- Οι παντρεμένοι πιθανώς έχουν καλύτερη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, τρέφονται πιο υγιεινά και απολαμβάνουν μεγαλύτερη κοινωνική υποστήριξη από τους ανύπαντρους, με αποτέλεσμα να έχουν γενικά καλύτερη υγεία.

- Όταν πάθουν έμφραγμα, οι παντρεμένοι συχνά μπορούν να στηριχτούν στη γυναίκα ή στα παιδιά τους για να ειδοποιήσουν έγκαιρα ένα ασθενοφόρο, με αποτέλεσμα να εισάγονται ταχύτερα στο νοσοκομείο και να ξεκινά πιο γρήγορα η διαδικασία της ανάνηψης.

- Οι παντρεμένοι και όσοι συζούν, κάνουν καλύτερη θεραπευτική αγωγή, αφότου φύγουν από το νοσοκομείο, σε σχέση με όσους μένουν μόνοι τους.

 

Πηγή: ΑΜΠΕ, portal.kathimerini.gr