Αντικαταθλιπτικά και υπνωτικά επηρεάζουν την οδήγηση

Οδηγοί που λαμβάνουν ορισμένα αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά ή υπνωτικά χάπια, μπορεί ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Οδηγοί που λαμβάνουν ορισμένα αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά ή υπνωτικά χάπια, μπορεί ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Τα ψυχοτρόπα φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα ενός οδηγού να ελέγξει το όχημά του αλλά υπάρχουν λιγότερες έρευνες σχετικά με πιο νέα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της αϋπνίας.

Ερευνητές στην Ταιβάν συνέκριναν τη χρήση σε 5.183 ανθρώπους που ενεπλάκησαν σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, με δεύτερη ομάδα 31.093 ανθρώπων ίδιας ηλικίας και φύλου που επισκέφτηκαν εξωτερικά ιατρεία μεταξύ του 2000 και 2009.

Οι ερευνητές, στο περιοδικό ‘British Journal of Clinical Pharmacology’, καταλήγουν ότι όσοι λάμβαναν 2 είδη αντικαταθλιπτικών, υπνωτικά (Z-drugs), και βενζοδιαζεπίνες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων.

Στα αντικαταθλιπτικά που μελετήθηκαν περιλαμβάνονταν οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.

Στις βενζοδιαζεπίνες περιλαμβάνονται υπνωτικά και αγχολυτικά φάρμακα.

Ο ερευνητής Hui-Ju Tsai, από το National Health Research Institutes στη Zhunan, της Ταιβάν, δήλωσε ότι τα ευρήματα υπογραμμίζουν ότι οι συμμετέχοντες που έλαβαν τα συγκεκριμένα ψυχοτρόπα φάρμακα θα πρέπει να αυξήσουν την προσοχή τους στην οδήγηση για να εμποδίσουν δυστυχήματα.

Οι ερευνητές συνιστούν να μη σταματήσουν τη λήψη όσοι τα χρειάζονται αλλά αν ανησυχούν να ρωτήσουν τον γιατρό τους.

Τα ευρήματα δεν υποδεικνύουν ότι η έκθεση σε αντιψυχωτικά συνδεόταν με κίνδυνο συγκρούσεων.

Η έρευνα ήταν μεγάλη και μια από τις λίγες που εξετάζουν 4 διαφορετικά είδη ψυχοτρόπων ουσιών μεμιάς.

Αν και τα περιστατικά και η ομάδα ελέγχου ταιριάστηκαν για ηλικία, φύλο και ελήφθησαν υπόψη στην ανάλυση άλλες παθήσεις, άλλοι παράγοντες κινδύνου όπως υψηλό εργασιακό στρες ή πρόσφατη μετακόμιση παραλείφθηκαν.

Οι ερευνητές δεν έλαβαν υπόψη χρήση αλκοόλ και ουσιών.

Πηγές: ‘British Journal of Clinical Pharmacology’, iatronet.gr