Στο 95% των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται αιτία και η πίεση ονομάζεται πρωτοπαθής η ιδιοπαθής αρτηριακή υπέρταση και για την εμφάνισή της ενοχοποιούνται κληρονομικοί και περιβαλλοντολογικοί παράγοντες.
Στο 95% των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται αιτία και η πίεση ονομάζεται πρωτοπαθής η ιδιοπαθής αρτηριακή υπέρταση και για την εμφάνισή της ενοχοποιούνται κληρονομικοί και περιβαλλοντολογικοί παράγοντες.
Οι υπόλοιπες περιπτώσεις, οφείλονται σε συγκεκριμένη αίτια, τα οποία εάν διορθωθούν η υπέρταση υποχωρεί. Σε αυτή τη περίπτωση η αρτηριακή υπέρταση ονομάζεται δευτεροπαθής.
Στους ενηλίκους υπερτασικούς η συχνότητα της δευτεροπαθούς υπέρτασης δεν ξεπερνά το 5%. Συχνότερα αίτια είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια ύπνου και η αθηρωματική στένωση της νεφρικής αρτηρίας. Άλλα αίτια όπως ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα, το σύνδρομο Cushing και η στένωση του ισθμού της αορτής είναι σπάνια.
Το ιστορικό, η κλινική εξέταση και οι απλές εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να θέσουν υπόνοια δευτεροπαθούς υπέρτασης. Πολύ αυξημένη αρτηριακή πίεση, αιφνίδια εμφάνιση της υπέρτασης και ανθεκτική υπέρταση μπορεί επίσης να υποκρύπτουν δευτεροπαθή υπέρταση.
Έλεγχος για δευτεροπαθή υπέρταση χρειάζεται μόνο σε λίγες επιλεγμένες περιπτώσεις. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να είναι πολύπλοκος και δαπανηρός και να συνεπάγεται ταλαιπωρία για τον άρρωστο. Για το λόγο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται μόνο από ειδικούς.
ΠΗΓΗ:incardiology.gr