Η πλειοψηφία των Ελλήνων (84%) θεωρεί ότι στη χώρα μας υπάρχει πολυφαρμακία και ότι αυτή οφείλεται στους γιατρούς (50%), στους ασθενείς (24%), στις φαρμακευτικές εταιρίες (19%) και στους φαρμακοποιούς (4%), όπως καταδεικνύεται από τα συμπεράσματα της πανελλαδικής έρευνας Hellas Health ΙV για την Υγεία των Ελλήνων που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ).
Επίσης, περισσότεροι από τους μισούς (56%) θεωρούν ότι οι γιατροί συνταγογραφούν ακριβά φάρμακα χωρίς να είναι πάντα απαραίτητα, ενώ έξι στους δέκα (64%) ότι συνταγογραφούν περισσότερα φάρμακα από ό,τι χρειάζεται.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.008 ατόμων ηλικίας άνω των 18 ετών, τον Οκτώβριο του 2011, και παρουσιάστηκε από τη Διευθύντρια του Ινστιτούτου Χριστίνα Δημητρακάκη, ψυχολόγο έρευνας και τον επιστημονικό συνεργάτη του ΙΚΠΙ Φίλιππο Φιλιππίδη, ιατρό.
Αναλυτικότερα από την επεξεργασία των στοιχείων προέκυψαν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα:
- Ένας στους τέσσερις (25%) λαμβάνει συνταγογραφούμενα φάρμακα από τον φαρμακοποιό του χωρίς συνταγή γιατρού. Στις μισές περιπτώσεις από αυτές (50%) το φάρμακο το έχει συστήσει ο φαρμακοποιός, 4 στους 10 (41%) το έχει συστήσει ο γιατρός και σε ποσοστό 8% το έχει συστήσει φίλος ή γνωστός.
- Οι έξι στους δέκα (67%) από αυτούς που καταναλώνουν φάρμακα χωρίς συνταγή ιατρού δεν έχουν ερωτηθεί από το φαρμακοποιό εάν έχουν εμφανίσει αλλεργία ή εάν έχουν βλάβη νεφρών ή ήπατος.
- Ένας στους δύο (47%) δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φαρμάκων που λαμβάνει.
- Δύο στους δέκα (22%) δεν θεωρούν ότι είναι καλά ενημερωμένοι για τα φάρμακα που λαμβάνουν, ενώ σε ποσοστό 13% δεν γνωρίζουν καλά τις οδηγίες για το πως πρέπει να λαμβάνουν τα φάρμακά τους.
- Οι εννιά στους δέκα (92%) πετούν στα σκουπίδια τα ληγμένα ή αχρησιμοποίητα φάρμακα που έχουν στο .
- Ο γιατρός δεν έχει ρωτήσει σε επόμενη επίσκεψη σε ποσοστό (52%) εάν εμφάνισε ανεπιθύμητες ενέργειες, ενώ σε ποσοστό 31% δεν έχει ρωτήσει πριν συνταγογραφήσει εάν λαμβάνει άλλα φάρμακα από άλλους γιατρούς.
Ειδικότερα, ανά θεματική ενότητα προέκυψαν τα ακόλουθα:
Το 80% θεωρεί ότι η
«Πολυφαρμακία» μπορεί να μειωθεί με τον έλεγχο της συνταγογραφίας των γιατρών, το 35% με τη διακοπή έμμεσων ή άμεσων «δώρων» από τις φαρμακευτικές εταιρίες στους γιατρούς, το 32% με τον έλεγχο των πωλήσεων στα φαρμακεία, το 26% με την καθιέρωση πρωτοκόλλων συνταγογράφησης, το 10% με την αύξηση της ιδίας συμμετοχής του ασθενή και το 9% με τη μείωση των κυκλοφορούντων φαρμάκων.
Ένας στους δύο (48%) επισκέπτεται τον φαρμακοποιό του 1 έως 3 φορές τον μήνα, 3 στους δέκα από 1 έως 3 φορές το εξάμηνο, ενώ σε ποσοστό 7% μόνο 1 φορά το χρόνο και το 3% «καθόλου–σπάνια».
Όσοι αγοράζουν συνταγογραφούμενα φάρμακα χωρίς συνταγή ιατρού το κάνουν κατά 60% γιατί εμπιστεύονται αυτόν που το συνέστησε, ενώ οι 3 στους δέκα γιατί δεν έχουν χρήματα ή χρόνο για να επισκεφθούν γιατρό.
Παρόλα αυτά το 84% απευθύνεται στο γιατρό του για πρώτη συμβουλή υγείας, αλλά ποσοστό 10% απευθύνεται στον φαρμακοποιό του και 5% σε συγγενείς και φίλους.
Περισσότεροι από τους μισούς που ρωτήθηκαν (59%) πιστεύουν ότι είναι αναγκαίο τα φαρμακεία να παραμένουν ανοιχτά όλα τα Σάββατα και τα απογεύματα της Δευτέρας και Τετάρτης, ενώ 4 στους δέκα αντιμετώπισε πρόβλημα να βρει φαρμακείο ανοιχτό το Σάββατο ή τα απογεύματα Δευτέρα και Τετάρτης.
Σημαντικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι 3 στους δέκα έχουν αντιμετωπίσει πρόβλημα ελλείψεων σε φάρμακο που χρειάζεται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την έρευνα προκύπτει ότι η κοινωνική προσφορά των φαρμακοποιών έρχεται δεύτερη (64%) μετά των δασκάλων (67%) και ακολουθούν οι οδοντίατροι (58%), οι γιατροί (53%) και οι δικαστές (32%).
Το 85% προτιμά πολλά φαρμακεία με έναν φαρμακοποιό και μόνο το 14% προτιμά λίγα φαρμακεία με πολλούς φαρμακοποιούς.
Το 63% κρίνει τη σχέση με τον φαρμακοποιό του ως «πολύ καλή», το 35% ως «καλή» και μόνο το 2% ως «μέτρια».
Έξι στους δέκα (63%) δεν γνωρίζουν για την κυκλοφορία γενόσημων–αντίγραφων φαρμάκων, ενώ μόνο στο 7% των ερωτηθέντων ο γιατρός έχει προτείνει αντικατάσταση πρωτότυπου φαρμάκου με ισοδύναμο αντίγραφο.
Ένας στους τέσσερις (25%) των ερωτηθέντων απευθύνεται στο φαρμακείο για να ρωτήσει συμβουλές υγείας και το 17% για να μετρήσει την αρτηριακή του πίεση.
Το 18% κατανοεί «μέτρια» τις έντυπες εσώκλειστες οδηγίες των φαρμάκων, ενώ το 5% «καθόλου».
Το 36%των ερωτηθέντων παίρνει συνέχεια φάρμακα για κάποιο χρόνιο νόσημα και από αυτούς το 18% δεν γνωρίζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων που λαμβάνει, ενώ το 11% δηλώνει ότι είχε ανεπιθύμητες παρενέργειες, εκ των οποίων στο 4% ήταν μόνιμες βλάβες.
Οι μισοί από τους συμμετέχοντες στην έρευνα (53%) δηλώνουν ότι θα ήθελαν ο φαρμακοποιός να τους υπενθυμίζει την ανανέωση συνταγής.
Μόνο το 23% δεν έχει στο
φάρμακα που δεν χρησιμοποιεί. Το 7% έχει 1, το 13% 2, το 9% 3, το 7% 4, το 10% 5, το 14% 6 ως 10 και το 5% πάνω από 10 φάρμακα.
Το 21% έχει ζητήσει από το γιατρό του να γράφει φάρμακα χωρίς να το προτείνει ο ίδιος ο γιατρός.
Το 95% θεωρεί ότι η Πολιτεία θα έπρεπε να ελέγχει τη συνταγογράφηση των γιατρών ενώ σε ποσοστό 92% θεωρεί ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες επηρεάζουν τους γιατρούς για να προωθούν περισσότερο τα ακριβότερα φάρμακα.
Ο αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Γιάννης Τούντας, πρόεδρος του ΕΟΦ, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα επεσήμανε ότι «Η έρευνα αναδεικνύει τρία ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα. Την έκταση αλλά και ορισμένες από τις βασικές αιτίες της πολυφαρμακίας, την έλλειψη της σωστής αντιμετώπισης των κινδύνων για την υγεία που μπορούν να προκληθούν από την κατανάλωση φαρμάκων και τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει ο Έλληνας φαρμακοποιός στο ελληνικό σύστημα υγείας.
Σε ό,τι αφορά την πολυφαρμακία, εκτός από τον έλεγχο των εταιρειών για τον τρόπο που προωθούν τα προϊόντα τους, θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί άμεσα με αυστηρούς ελέγχους και ποινές η πώληση συνταγογραφούμενων φαρμάκων χωρίς συνταγή γιατρού, ενώ παράλληλα η πλήρης εφαρμογή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης θα περιορίσει σημαντικά το πρόβλημα αυτό. Το γεγονός επίσης ότι οι φαρμακοποιοί συστήνουν το συνταγογραφούμενο φάρμακο στις μισές από αυτές τις περιπτώσεις, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, πολύ περισσότερο μάλιστα εάν δοθεί η δυνατότητα στους φαρμακοποιούς να υποκαθιστούν συνταγογραφούμενα φάρμακα. Για τις περιπτώσεις αυτές, που αναμφισβήτητα θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των ελλείψεων, θα πρέπει να διαμορφωθούν προϋποθέσεις που θα ευνοούν την προώθηση φθηνότερων και όχι ακριβότερων φαρμάκων.
Σε ό,τι αφορά την ασφαλή κατανάλωση των φαρμάκων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι οι ασθενείς δεν είναι καλά ενημερωμένοι, αλλά και το γεγονός ότι, σε σημαντικό ποσοστό, ούτε όλοι οι φαρμακοποιοί ούτε όλοι οι γιατροί ασκούν σωστά το λειτούργημά τους στο ζήτημα αυτό. Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων θα προχωρήσει άμεσα σε πανελλαδική εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού, των γιατρών και φαρμακοποιών για την καταπολέμηση της πολυφαρμακίας και την ασφαλή κατανάλωση των φαρμάκων. Στην προσπάθεια αυτή, αναμφισβήτητα θα συμβάλουν η πρόσφατη έναρξη των Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων Συνταγογράφησης που ετοίμασε ο ΕΟΦ, η ενίσχυση του τομέα της φαρμακοεπαγρύπνησης του ΕΟΦ, αλλά και η ενεργός συμβολή των επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων γιατρών και φαρμακοποιών.
Η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Έλληνες πολίτες στον φαρμακοποιό τους, αλλά και η συμβολή των φαρμακοποιών στην παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, λόγω έλλειψης οργανωμένου συστήματος ΠΦΥ στη χώρα μας, καθιστά το ελληνικό φαρμακείο έναν ιδιαίτερα σημαντικό και χρήσιμο θεσμό, η βιωσιμότητα του οποίου θα πρέπει να διαφυλαχθεί, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει ν’ αναβαθμιστεί ο επιστημονικός του ρόλος, με προγράμματα συνεχούς κατάρτισης, με νέες θεσμικές μορφές οργάνωσης και με παροχή κινήτρων για την υλοποίηση προγραμμάτων δημόσιας υγείας-πρόληψης και μέσω των ελληνικών φαρμακείων.
Η Πολιτεία για όλα αυτά τα ζητήματα οφείλει να σχεδιάσει άμεσα μια ολοκληρωμένη και συνολική πολιτική για το φάρμακο που να μην περιορίζεται μόνο στη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, που επιβάλει η δημοσιοοικονομική εξυγίανση, αλλά ν’ αποσκοπεί και στη σωστή, ασφαλή και αποτελεσματική κατανάλωση των φαρμάκων στη χώρα μας και στην αντιμετώπιση των πολλών στρεβλώσεων που χαρακτηρίζουν την αγορά του φαρμάκου, προωθώντας μεταξύ άλλων την άμεση ενίσχυση και αναβάθμιση του ΕΟΦ.»