Ο σακχαρώδης διαβήτης στα αρχικά στάδια του δεν προκαλεί συμπτώματα, γεγονός που καθιστά την διάγνωση δύσκολη και δυνατή μόνο μέσα από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου.
Ο σακχαρώδης διαβήτης στα αρχικά στάδια του δεν προκαλεί συμπτώματα, γεγονός που καθιστά την διάγνωση δύσκολη και δυνατή μόνο μέσα από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου.
Η ύπαρξη αυξημένων τιμών σακχάρου στο αίμα σχετίζεται με δημιουργία βλαβών στα μικρά και στα μεγάλα αγγεία του σώματος που μακροπρόθεσμα οδηγούν σε επιπλοκές (λ.χ. καρδιακά επεισόδια, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, περιφερική αγγειοπάθεια, βλάβη των νεφρών, προσβολή των αγγείων στα μάτια που οδηγεί σε μείωση της όρασης ακόμα και σε τύφλωση κλπ).
Συχνά, όταν γίνεται η διάγνωση της νόσου, ο ασθενής παρουσιάζει ήδη εγκατεστημένες επιπλοκές γεγονός που υποδηλώνει ότι έχει γίνει καθυστερημένη διάγνωση (από μελέτες φαίνεται ότι το χρονικό διάστημα από την άνοδο του σακχάρου στο αίμα μέχρι την στιγμή της διάγνωσης, φτάνει έως τα 6 χρόνια).Γι’ αυτό τον λόγο η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου είναι πολύ σημαντική.
Οι εξετάσεις
Ο τακτικός έλεγχος για τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα βοηθά στην έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Η πρόληψη όμως αφορά στην υιοθέτηση αλλαγών στον τρόπο ζωής που μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης σε ομάδες υψηλού κινδύνου (όπως είναι οι παχύσαρκοι και τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό διαβήτη).
Η απώλεια σωματικού βάρους με σωστή διατροφή και η σωματική δραστηριότητα (30 λεπτά άσκηση ημερησίως) αποτελούν τον μοναδικό τρόπο πρόληψης και αναχαίτισης της επιδημίας του διαβήτη που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας.
Η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη γίνεται με τρεις τρόπους.
1. Η μέτρηση του σακχάρου στο αίμα το πρωί, μετά από 8 ώρες χωρίς φαγητό, αποτελεί τον πιο εύκολο και συχνά χρησιμοποιούμενο τρόπο. Αν τα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου) είναι πάνω από 126 mg%, το άτομο χαρακτηρίζεται ως διαβητικό. Ωστόσο, αυτό πάντοτε πρέπει να επιβεβαιώνεται με μια δεύτερη μέτρηση. Οι τιμές του σακχάρου από 100 έως 126 mg% δεν είναι διαγνωστικές αλλά ούτε φυσιολογικές. Τα άτομα αυτά λέμε ότι έχουν «διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας» και θεωρείται ότι πάσχουν από «προδιαβήτη», συνεπώς χρειάζονται άμεση εντατικοποίηση της προσπάθειας αλλαγής του τρόπου ζωής και πιο συχνή παρακολούθηση.
2. Η φόρτιση με γλυκόζη αποτελεί τον δεύτερο τρόπο διάγνωσης του διαβήτη. Το εξεταζόμενο άτομο πίνει 75 γραμμάρια γλυκόζης διαλυμένα σε επαρκή ποσότητα νερού, και εξετάζεται 2 ώρες αργότερα. Αν τα επίπεδα της γλυκόζης είναι πάνω από 200mg%, έχει σακχαρώδη διαβήτη. Και πάλι, όμως, χρειάζεται επιβεβαίωση με δεύτερη εξέταση. Αν η τιμή στις 2 ώρες μετά την λήψη γλυκόζης είναι από 140 έως 200 mg%, το άτομο χαρακτηρίζεται ως άτομο με διαταραγμένη ανοχή στην γλυκόζη και ανήκει στα άτομα με προδιαβήτη.
3. Η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c). Η ουσία αυτή αποτελεί δείκτη των μέσων επιπέδων του σακχάρου τους τελευταίους 2 με 2,5 μήνες. Η εύρεση τιμής πάνω από 6,5% θέτει την διάγνωση της νόσου.
Σημειώνεται ότι η διάγνωση δεν μπορεί να γίνει με τους μετρητές αυτοελέγχου σακχάρου που χρησιμοποιούν τα άτομα που γνωρίζουν ήδη ότι έχουν διαβήτη.
Ποιοι πρέπει να ελέγχονται
Πότε ελέγχουμε τα επίπεδα σακχάρου σε ένα ενήλικο χωρίς συμπτώματα και χωρίς διαγνωσμένο διαβήτη; Όταν είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος και έχει τουλάχιστον ένα ακόμα χαρακτηριστικό από αυτά που ακολουθούν:
1. Σωματική αδράνεια
2. Οικογενειακό ιστορικό (1ου βαθμού συγγενής με διαβήτη)
3. Αυξημένα επίπεδα πίεσης (πάνω από 140/90 mmHg).
4. Μειωμένα επίπεδα HDL χοληστερόλης (κάτω από 35 mg%)ή αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων (πάνω από 250 mg%).
5. Ιστορικό διαβήτη κυήσεως (σε γυναίκες).
6. Ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου
7. Ιστορικό πολυκυστικών ωοθηκών (στις γυναίκες).
8. Ιστορικό γέννας παιδιού με βάρος γέννησης πάνω από 4,5 κιλά (στις γυναίκες).
9. Ιστορικό προδιαβήτη σε προηγούμενη εξέταση.
Τα άτομα αυτά πρέπει να ελέγχονται μια φορά τον χρόνο. Αντιθέτως, τα άτομα με φυσιολογικό βάρος χωρίς κανένα από τα άλλα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν πρέπει να ελεγχθούν στα 45 τους χρόνια και αν οι τιμές είναι φυσιολογικές μετά από 3 χρόνια.
Παιδιά και έφηβοι
Στα παιδιά και στους εφήβους εμφανίζεται δυστυχώς ο διαβήτης τύπου 2 με αυξανόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια. Σε παιδιά και εφήβους δίχως συμπτώματα (ασυμπτωματικά) ελέγχουμε το σάκχαρο αίματος κάθε 3 χρόνια τουλάχιστον όταν το παιδί ή ο έφηβος είναιυπέρβαρος και παράλληλα διαθέτει δύο ακόμα από τα χαρακτηριστικά που ακολουθούν:
1. Οικογενειακό ιστορικό (1ου βαθμού συγγενής με διαβήτη)
2. Σημεία ύπαρξης αντίστασης στην ινσουλίνη (υπέρταση, πολυκυστικές ωοθήκες, δυσλιπιδαιμία, μελανίζουσα ακάνθωση ή μικρό βάρος γέννησης).
3. Ιστορικό διαβήτη κύησης της μητέρας.
Η έναρξη του ελέγχου γίνεται σε ηλικία 10 ετών ή στην ηλικία έναρξης της εφηβείας, και επαναλαμβάνεται κάθε 3 χρόνια.
Κάθε πότε
1 φορά κάθε 3 χρόνια τα υπέρβαρα παιδιά
1 φορά τον χρόνο οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ενήλικες
1 φορά κάθε 3 χρόνια μετά τα 45, αν το σωματικό βάρος είναι φυσιολογικό
ΠΗΓΗ: Τα Νέα, real.gr
© 2019 Iatrica Όροι χρήσης | Πολιτική προστασίας απορρήτου