Τσεκ απ: Ποιες εξετάσεις πρέπει να κάνετε ανά ηλικία

Ναι ή όχι στα τσεκ-απ; Η σύγχρονη άποψη για την υγεία στρέφει όλο και περισσότερο το επιστημονικό ενδιαφέρον στην πρόληψη και την πρώιμη διάγνωση.

Ναι ή όχι στα τσεκ-απ; Η σύγχρονη άποψη για την υγεία στρέφει όλο και περισσότερο το επιστημονικό ενδιαφέρον στην πρόληψη και την πρώιμη διάγνωση. 

Ποιες προληπτικές εξετάσεις όμως είναι πραγματικά απαραίτητες και αποδεδειγμένα αποτελεσματικές;

Για τον καρκίνο

«Το 2009, η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου εξέδωσε οδηγίες για τον γενικό πληθυσμό όσον αφορά τις προληπτικές εξετάσεις για τους καρκίνους του μαστού, του παχέος εντέρου, του προστάτη και του τραχήλου της μήτρας», λέει η Παγώνα Λάγιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόσεδρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ στις ΗΠΑ.

Στις οδηγίες του 2009, η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου συνιστά:

1. Για τον καρκίνο του μαστού, κλινική εξέταση ανά τριετία για τις ηλικίες 20-40 ετών και κατ’ έτος από την ηλικία των 40 ετών. Από την ηλικία των 40 ετών συνιστάται μαστογραφία. Η σχετική οδηγία για μαστογραφικό έλεγχο αμφισβητήθηκε πρόσφατα όσον αφορά την ετήσια διεξαγωγή του, με συστάσεις για μικρότερη συχνότητα ελέγχων.

2. Για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, από την ηλικία των 50 ετών πρέπει να γίνεται ετήσιος έλεγχος αιμοσφαιρίνης κοπράνων, σιγμοειδοσκόπηση ανά πενταετία και κολονοσκόπηση ανά δεκαετία.

3. Για τον καρκίνο του προστάτη, συνιστάται από την ηλικία των 50 ετών ετήσιος έλεγχος με δακτυλική εξέταση και έλεγχος του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA). Στις οδηγίες επισημαίνεται η ανάγκη συζήτησης με τον θεράποντα ιατρό για τους περιορισμούς του ελέγχου PSA. Η δοκιμασία PSA συχνά ανιχνεύει νεοπλασίες ιδιαίτερα καλής πρόγνωσης και οδηγεί σε θεραπευτικές παρεμβάσεις που ενδεχομένως δεν θα ήταν αναγκαίες και μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής.

4. Για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας επιβάλλεται ο ετήσιος έλεγχος με τεστ Παπανικολάου τρία χρόνια μετά την έναρξη των σεξουαλικών σχέσεων και σε κάθε περίπτωση πριν από την ηλικία των 21 ετών. Από την ηλικία των 30 ετών, οι γυναίκες με τρία διαδοχικά αρνητικά τεστ Παπανικολάου μπορεί να εξετάζονται ανά 3 έτη, με τεστ Παπανικολάου και έλεγχο για DNA του ιού των κονδυλωμάτων.

«Κατά την τελευταία διετία, διακεκριμένοι επιστήμονες και ορισμένα υπεύθυνα επιστημονικά σώματα διατύπωσαν αμφιβολίες όχι για τη χρησιμότητα των προληπτικών εξετάσεων για τον καρκίνο αλλά για την αναμενόμενη αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου θανάτου από τον αντίστοιχο καρκίνο και για τη συχνότητα με την οποία πρέπει να διεξάγονται» επισημαίνει η κ. Λάγιου.

«Οι επιστήμονες και τα σώματα αυτά επισήμαναν υπερεκτίμηση τόσο της αποτελεσματικότητας όσο και της συνιστώμενης συχνότητας διεξαγωγής των προληπτικών εξετάσεων. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι οι προληπτικές εξετάσεις για τον καρκίνο είναι χρήσιμες και πρέπει να διεξάγονται, ανεξαρτήτως του αν η μείωση του κινδύνου είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη».

Οι υπερβολές όμως πρέπει να αποφεύγονται. «Δεν είναι λογικό να μετατρέψουμε τη ζωή μας σε μια αγχώδη προσπάθεια αποφυγής κάθε δυνητικού κινδύνου» διευκρινίζει η κ. Λάγιου. «Η βοήθεια του κλινικού γιατρού είναι πολύτιμη στο να γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι υπεύθυνα και ορθολογικά.

Ο ρόλος του κλινικού γιατρού είναι επίσης κρίσιμος στη διαφοροποίηση των οδηγιών για άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου λόγω κληρονομικότητας, επαγγέλματος, τρόπου ζωής ή άλλων παραγόντων. Ας μη λησμονούμε ότι οι γενικές οδηγίες αναφέρονται σε άτομα κατά τεκμήριο υγιή και χωρίς ειδικούς προδιαθεσικούς παράγοντες».

Καρδιαγγειακές νόσοι

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα στον δυτικό κόσμο ευθύνονται για το 43% των θανάτων στο ανδρικό φύλο και για το 55% στο αντίστοιχο γυναικείο (περίπου 4 εκατ. άνθρωποι κάθε χρόνο στην Ευρώπη). 

«Ως πρωτογενής πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων ορίζεται η πρόληψη εμφάνισης του πρώτου καρδιαγγειακού συμβάματος (π.χ. της στεφανιαίας νόσου ή του εγκεφαλικού επεισοδίου), οπότε τα μέτρα πρωτογενούς πρόληψης αφορούν άτομα χωρίς κλινική εκδήλωση καρδιαγγειακής νόσου» λέει ο Χριστόδουλος Στεφανάδης, καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής. 

«Η πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου μέσω μαθηματικών μοντέλων έχει γίνει αντικείμενο αυξημένης προσοχής τα τελευταία χρόνια. Μέσω απλών συναρτήσεων που περιλαμβάνουν στοιχεία για διάφορους παράγοντες ή χαρακτηριστικά των ανθρώπων (όπως ηλικία, φύλο, καπνιστικές συνήθειες, παρουσία αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη κ.λπ.) δημιουργούνται εύχρηστοι πίνακες υπολογισμού του κινδύνου εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου στο μέλλον».

Κύριος σκοπός αυτών των μοντέλων πρόβλεψης είναι ο εντοπισμός των ατόμων που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση καρδιακού επεισοδίου μέσα στα επόμενα χρόνια της ζωής τους, ώστε να εφαρμοστεί άμεσα πρόγραμμα πρόληψης της νόσου (π.χ. με διαιτητική ή φαρμακευτική αγωγή). 

«Ενα ασυμπτωματικό άτομο για να ενημερωθεί αν υπάρχει κίνδυνος τα επόμενα χρόνια να υποστεί καρδιαγγειακό επεισόδιο θα πρέπει να απευθυνθεί στον καρδιολόγο του» συνιστά ο κ. Στεφανάδης. «Η εκτίμηση του συνολικού κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων ιδανικά θα πρέπει να πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην ηλικία των 20 ετών».

Νωρίτερα ο έλεγχος θα πρέπει να πραγματοποιείται εάν υπάρχει παραπομπή από τον παιδίατρο, λόγω παθολογικών ευρημάτων στο καρδιαγγειακό σύστημα (π.χ. καρδιακά φυσήματα, αυξημένη αρτηριακή πίεση, λιποθυμικά επεισόδια) κ.λπ. 

«Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ενήλικες ηλικίας άνω των 40 ετών θα πρέπει να έχουν εκτίμηση του δεκαετούς κινδύνου εμφάνισης καρδιακής νόσου – και το αργότερο ανά πενταετία η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να επαναπροσδιορίζεται» υπογραμμίζει ο καθηγητής.

Ατομα χαμηλού κινδύνου θεωρούνται όσα έχουν πιθανότητες λιγότερες από 10% να παρουσιάσουν ένα καρδιαγγειακό νόσημα στην επόμενη δεκαετία, ενδιαμέσου κινδύνου τα πρόσωπα που ο κίνδυνος εκδήλωσης νόσου είναι μεταξύ 10% και 20% (οπότε απαιτείται ηλεκτροκαρδιογράφημα και εξιδεικευμένες εξετάσεις) και υψηλού κινδύνου όσα έχουν πάνω από 20% πιθανότητες (οπότε χρειάζεται επιθετική φαρμακευτική αγωγή για κάθε παράγοντα κινδύνου).

Πνεύμονες

Το αναπνευστικό μας σύστημα αντέχει και δεν χρειάζεται συχνά έλεγχο εάν δεν το καταστρέφουμε καπνίζοντας. Αυτό επισημαίνει ο πνευμονολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτης Μπεχράκης και συμβουλεύει: «Για τους υγιείς και τους μη καπνιστές συνιστάται μια ακτινογραφία θώρακα κάθε 2-3 χρόνια μετά την ηλικία των 45 ετών. 

»Δεν χρειάζεται να ξεκινά ενωρίτερα ή να γίνεται συχνότερα εάν δεν έχει κάποιος συμπτώματα ή επιβαρυμένο ιστορικό, δεν εκτίθεται επαγγελματικά σε ρύπους και η κλινική εξέταση με το στηθοσκόπιο από τον γιατρό του δεν έχει δείξει κάτι παθολογικό. Η εξέταση αυτή στον γιατρό όμως πρέπει να γίνεται από την ηλικία των 35 ετών, κάθε χρόνο».

Τα δεδομένα αλλάζουν εντελώς για όσους καπνίζουν: «Η σπειρομέτρηση είναι απαραίτητη κάθε χρόνο για τους καπνιστές από την ηλικία κατά την οποία αρχίζουν να καπνίζουν» τονίζει ο κ. Μπεχράκης. «Στους καπνιστές είναι απαραίτητη η ετήσια ακτινογραφία θώρακος μετά την ηλικία των 35-40 ετών. Στην παρακολούθηση των ασθενών με κάποια αναπνευστική νόσο (χρόνια βρογχίτιδα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, υπνική άνοια κ.ά.), οι οδηγίες για εξετάσεις πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τη βαρύτητα του προβλήματος».

Οσον αφορά τον θυρεοειδή αδένα, τα διεθνή επιστημονικά όργανα δεν συνιστούν προληπτικό έλεγχο με υπερηχογράφημα σε κάποια ηλικία αναφέρει η ενδοκρινολόγος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μαρία Αλεβιζάκη. «Αυτό στο οποίο όμως καταλήγουν είναι ότι χρειάζεται εξέταση της ορμόνης TSH στο αίμα κατά την εγκυμοσύνη» προσθέτει.

Ποιες εξετάσεις, κάθε πότε

Οι εξετάσεις που ακολουθούν συνιστώνται για άτομα δίχως προβλήματα υγείας. Εάν διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα, τη συχνότητα των εξετάσεων θα καθορίσει ο θεράπων γιατρός.

1. ΣΤΟ ΑΙΜΑ

– Για λιπίδια (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια), σάκχαρο. Από 6 ετών και έπειτα κάθε 5 χρόνια

– Γενική αίματος, για ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, χολερυθρίνη, τρανσαμινάσες, CRP. Σε κάθε ηλικία, κάθε 2 χρόνια

2. ΣΤΑ ΟΥΡΑ

– Γενική ούρων από 6 μηνών και έπειτα κάθε 1-2 χρόνια

3. ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΤΑΣΗ

– Σε κάθε ηλικία, κάθε χρόνο

4. ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΝΕΥΜΟΝΩΝ

– Για τους μη καπνιστές ακτινογραφία θώρακος μετά τα 45 έτη, κάθε 2-3 χρόνια

– Για τους καπνιστές, σπειρομέτρηση κάθε χρόνο από την ηλικία έναρξης του καπνίσματος και ετήσια ακτινογραφία θώρακος μετά την ηλικία των 35

5. ΔΕΡΜΑ (για μελάνωμα)

– Από την ηλικία των 20 ετών αυτοεξέταση ελιών κάθε 6-8 εβδομάδες

– ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ABCD (που αντιστοιχούν στα 4 σημεία που δηλώνουν κίνδυνο εξαλλαγής μιας ελιάς)

A. Asymmetry (ασυμμετρία του σχήματος)

B. Border (ανώμαλα όρια)

C. Color (αλλαγή χρώματος)

D. Diameter (αύξηση ή μείωση του μεγέθους)

6. ΚΑΡΔΙΑ

– Εκτίμηση δεκαετούς καρδιαγγειακού κινδύνου, στην ηλικία των 20 ετών και μετά την ηλικία των 40 ετών κάθε 5 χρόνια

– Μέτρηση αρτηριακής πίεσης, από 6 μηνών και κάθε 6 μήνες

7. ΚΑΡΚΙΝΟΙ

– ΠΑΧΥ ΕΝΤΕΡΟ

Από 50 ετών ετήσιος έλεγχος αιμοσφαιρίνης κοπράνων, σιγμοειδοσκόπηση ανά 5 χρόνια, κολονοσκόπηση ανά 10 χρόνια

– ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ

Από 50 ετών, ετήσιος έλεγχος με δακτυλική εξέταση και εξέταση PSA

– ΜΑΣΤΟΣ

Κλινική εξέταση ανά 3 χρόνια στις γυναίκες 20-40 ετών, κατ’ έτος από την ηλικία των 40 ετών. Μαστογραφία κάθε 1-2 χρόνια από την ηλικία των 40 ετών

– TΡΑΧΗΛΟΣ ΜΗΤΡΑΣ

Παπ-τεστ, από 21 ετών κάθε χρόνο

8. ΜΑΤΙΑ

– Οφθαλμολογική εξέταση μετά τη γέννηση, 6 μηνών, 3 ετών, πριν από το σχολείο, 40 ετών και μετά τα 60 έτη κάθε 1-2 χρόνια


ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία