Η αρτηριακή πίεση μετράται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg) και χαρακτηρίζεται από δύο αριθμούς: ο πρώτος αριθμός – η «συστολική» πίεση – είναι το αποτέλεσμα της μέτρησης στη φάση της άντλησης του αίματος από την καρδιά, ενώ ο δεύτερος – η «διαστολική» πίεση – είναι η μέτρηση κατά τη διάρκεια της χαλάρωσης.
Η αρτηριακή πίεση μετράται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg) και χαρακτηρίζεται από δύο αριθμούς: ο πρώτος αριθμός – η «συστολική» πίεση – είναι το αποτέλεσμα της μέτρησης στη φάση της άντλησης του αίματος από την καρδιά, ενώ ο δεύτερος – η «διαστολική» πίεση – είναι η μέτρηση κατά τη διάρκεια της χαλάρωσης.
Πρέπει να ξέρετε ότι η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή, και ότι είναι φυσιολογικό να παρουσιάζει διακυμάνσεις προς τα πάνω ή προς τα κάτω, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτό το φαινόμενο είναι απολύτως φυσιολογικό και δεν έχει καμία σχέση με τη διάγνωση «υψηλής πίεσης». Η αρτηριακή πίεση 120 με 80 mmHg –ή χαμηλότερα– θεωρείται ως η ιδανική αρτηριακή πίεση ενός υγιούς οργανισμού.
Οι τιμές πάνω από 140/90 mmHg στον γενικό πληθυσμό είναι υψηλές, καθώς και πάνω από 130/80 mmHg στους διαβητικούς ή σε όσους πάσχουν από στεφανιαία νόσο. Οι ενδιάμεσες τιμές θεωρούνται ως τιμές στα ανώτερα φυσιολογικά όρια. Μειώνοντας την αρτηριακή πίεση, μειώνεται και ο κίνδυνος καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού.
Η τάση να θεωρούνται φυσιολογικές οι μικρότερες τιμές προέκυψε από τα πορίσματα μεγάλων επιδημιολογικών μελετών, στις οποίες αποδείχθηκε ότι τα άτομα με αρτηριακή πίεση (μεγάλη) 110 mmHg είχαν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια από τα άτομα που είχαν αρτηριακή πίεση (μεγάλη) 130 mmHg.
Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται, πρακτικά, από την καλή λειτουργία της καρδιάς και των νεφρών, καθώς και από την ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αρτηριών. Η αρτηριακή πίεση στο 95% των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής. Δηλαδή, πρόκειται για αρτηριακή πίεση χωρίς σαφή αιτιολογία.
Η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή κατά τη διάρκεια του 24ωρου, αλλά κυμαίνεται ανάλογα με τη δραστηριότητα κάθε ατόμου. Κατά τη σωματική άσκηση, την κίνηση, τη συγκίνηση και το στρες, η πίεση ανεβαίνει. Αντιθέτως, κατά την ανάπαυση ή τον βαθύ ύπνο, ελαττώνεται. Κατά τις πρωινές ώρες (συγκεκριμένα, λίγο πριν από το ξύπνημα), συνήθως ανεβαίνει και διατηρείται υψηλή και αμέσως μετά απ’ αυτό.
Πολλές φορές, ακόμα και η θέα του γιατρού με την άσπρη μπλούζα προκαλεί σε πολλούς ασθενείς αύξηση της πίεσης, γεγονός το οποίο θεωρείται από πολλούς προ-στάδιο αρτηριακής υπέρτασης, έστω κι αν ο εξεταζόμενος εν ηρεμία εμφανίζει φυσιολογική αρτηριακή πίεση.
Γενικά, η υπέρταση, σε οποιαδήποτε μορφή της, καταστρέφει τις αρτηρίες, προκαλώντας στενώσεις ή ανευρύσματα, και κουράζει την καρδιά, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια. Ένας από τους μύθους σχετικά με την υπέρταση είναι ότι προκαλεί συμπτώματα. Η αλήθεια είναι ότι σπάνια συμβαίνει αυτό. Δεν είναι τυχαίο που η υπέρταση ονομάζεται «σιωπηλός δολοφόνος».
Κάθε φορά που η καρδιά μας χτυπάει, αντλεί αίμα και το στέλνει στο υπόλοιπο σώμα μας, μέσω των αγγείων που ονομάζονται αρτηρίες. Η αρτηριακή πίεση δεν είναι, λοιπόν, τίποτε άλλο από τη δύναμη που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών, καθώς κυκλοφορεί με πίεση μέσα στο σώμα μας
Η μέτρηση
Οι μετρήσεις της ΑΠ είναι εγγενώς αρκετά ευμετάβλητες. Μπορούν, πάντως, να ληφθούν μέτρα για να ελαχιστοποιηθεί το φαινόμενο, όπως:
Η συχνότητα
Σύμφωνα με δεδομένα που προέκυψαν από τον «Μήνα Χοληστερίνης» του ΕΛΙΚΑΡ, σε 50.000 ενήλικα άτομα στην Ελλάδα το 25% παρουσιάζει υπέρταση. Και σύμφωνα με τη «Μελέτη Αττική» του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου, το 37% των ανδρών και το 25% των γυναικών στη χώρα μας εμφανίζουν αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης. Η συχνότητα της υπέρτασης αυξάνεται με την ηλικία.
ΠΗΓΗ:diatrofi.gr
© 2019 Iatrica Όροι χρήσης | Πολιτική προστασίας απορρήτου