Οι κύστες στις ωοθήκες δεν συντελούν στην εκδήλωση καρκίνου

Ο εντοπισμός κυστών στις ωοθήκες, κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο, δεν είναι ένδειξη καρκίνου για γυναίκες μέσης ηλικίας και ηλικιωμένες, σύμφωνα με βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο BJOG.

Ο εντοπισμός κυστών στις ωοθήκες, κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο, δεν είναι ένδειξη καρκίνου για γυναίκες μέσης ηλικίας και ηλικιωμένες, σύμφωνα με βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο BJOG.

Οι γυναίκες με τις λεγόμενες «κύστες ένταξης» δεν διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου των ωοθηκών ή του μαστού ή του ενδομητρίου.

Τα αποτελέσματα της έρευνα έρχονται να προστεθούν σε ήδη δημοσιευμένες μελέτες που αντικρούουν την εδραιωμένη άποψη ότι τέτοιες κύστες μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λονδίνου διευκρινίζουν πάντως ότι θα πρέπει τα προκαταρκτικά αποτελέσματα να επαληθευθούν πριν τροποποιηθούν οι ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες.

Η μελέτη των Βρετανών ερευνητών στηρίχθηκε σε στοιχεία από την μελέτη UK Collaborative Trial of Ovarian Cancer Screening, στη οποία συμμετείχαν περισσότερες από 200.000 γυναίκες, 50-74 ετών.

Περίπου οι μισές είχαν υποβληθεί σε τακτά διαστήματα σε υπερηχογραφικό έλεγχο. Τον πρώτο χρόνο, ο έλεγχος εντόπισε 1.234 γυναίκες με κύστες ένταξης και 22.914 με φυσιολογικές ωοθήκες.

Μετά από περίπου έξι χρόνια, τέσσερις γυναίκες με κύστες και 32 με φυσιολογικές ωοθήκες, εκδήλωσαν καρκίνο των ωοθηκών. Αν και αυτό υποδεικνύει αυξημένο κίνδυνο, τα στατιστικά τεστ έδειξαν ότι το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τυχαίο.

Οι κίνδυνοι για άλλες μορφές καρκίνου δεν ήταν υψηλότεροι στις γυναίκες με κύστες.

Επιπλέον το ποσοστό των γυναικών με κύστες που τελικά εκδήλωσαν καρκίνο ήταν όμοιο με το αναμενόμενο για τον γενικό βρετανικό πληθυσμό.

Οι ερευνητές συμπεραίνουν λοιπόν ότι ο εντοπισμός κυστών ένταξης με υπερήχους στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες δεν σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα πρωτοπαθούς διηθητικού καρκίνου των ωοθηκών ή ορμονο-εξαρτώμενων καρκίνων, όπως του μαστού και του ενδομητρίου.

ΠΗΓΗ:health.in.gr