Μελέτη που διεξήχθη στην Δυτική Αφρική δείχνει ότι η χορήγηση επιπλέον θερμίδων και πρωτεΐνης στην εγκυμονούσα δεν προστατεύει τους απογόνους από τους παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης καρδιακού νοσήματος στην εφηβεία.
Μελέτη που διεξήχθη στην Δυτική Αφρική δείχνει ότι η χορήγηση επιπλέον θερμίδων και πρωτεΐνης στην εγκυμονούσα δεν προστατεύει τους απογόνους από τους παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης καρδιακού νοσήματος στην εφηβεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Clinical Nutrition ερευνητές με επικεφαλής την Δρ Σοφι Χοκσγουορθ της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου μέτρησαν μερικούς από τους πρώιμους παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης διαβήτη και καρδιακής νόσου σε περίπου 1.300 παιδιά από την Γκάμπια, ηλικίας 11-17 ετών. Τα μισά παιδιά είχαν γεννηθεί από μητέρες που είχαν πάρει συμπληρώματα διατροφής που αντιστοιχούσαν σε 1.000 θερμίδες την ημέρα, από την 20η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, και οι άλλες μισές είχαν αποτελέσει την ομάδα ελέγχου.
Δεν προέκυψαν ξεκάθαρες διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων εφήβων ως προς τον δείκτη μάζας σώματος, την χοληστερόλη ή την αρτηριακή πίεση του αίματος, την γλυκόζη ή τα επίπεδα της ινσουλίνης, δύο δείκτες διαβήτη.
Σε ξεχωριστή μελέτη που επίσης παρουσιάστηκε στο American Journal of Clinical Nutrition αναφέρεται ότι η χορήγηση ασβεστίου στις μητέρες κατά τη διάρκεια της κύησης δεν σχετίζεται με τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης του παιδιού, σε ηλικία 5 - 10 ετών.
Ενδεχομένως τα παιδιά να τεθούν υπό μακροχρόνια ιατρική παρακολούθηση για να αναδειχθεί η διαφορά ή ίσως να είναι αργά για τις μέλλουσες μητέρες να ξεκινούν στην 20η εβδομάδα την συμπληρωματική διατροφή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόκληση για τους επιστήμονες είναι η εξαγωγή των συμπερασμάτων αυτών σε ανεπτυγμένα κράτη. Η διατροφική κατάσταση των συγκεκριμένων γυναικών είναι τελείως διαφορετική από αυτή των Ευρωπαίων και Αμερικανίδων.
Ένα επίσης μειονέκτημα της μελέτης είναι ότι οι ερευνητές δεν κατάφεραν να εντοπίσουν όλο το δείγμα, αλλά μόνο το 60% των παιδιών, των οποίων οι μητέρες είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική μελέτη.
ΠΗΓΗ:health.in.gr