Το τσάι είναι το ρόφημα με την υψηλότερη κατανάλωση στον κόσμο, αμέσως μετά το νερό, αποτελώντας το πιο διαδεδομένο αφέψημα για χιλιάδες χρόνια και ένα σημαντικό στοιχείο της κουλτούρας πολλών λαών.
Το τσάι είναι το ρόφημα με την υψηλότερη κατανάλωση στον κόσμο, αμέσως μετά το νερό, αποτελώντας το πιο διαδεδομένο αφέψημα για χιλιάδες χρόνια και ένα σημαντικό στοιχείο της κουλτούρας πολλών λαών. Προέρχεται από τα φύλλα και τα μπουμπούκια του φυτού Camellia sinensis. Ανάλογα με τον τρόπο επεξεργασίας του, διαχωρίζεται σε λευκό και πράσινο τσάι (μη ζυμωμένο), oolong (μερικώς ζυμωμένο), σε μαύρο και κόκκινο τσάι (πλήρως ζυμωμένο), με πιο διαδεδομένες τις ποικιλίες του μαύρου και πράσινου τσαγιού.
Οι ευεργετικές ιδιότητες του τσαγιού είναι γνωστές από την παραδοσιακή κινέζικη ιατρική, και οι επιστημονικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών συνηγορούν πως τα συστατικά του τσαγιού μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη μείωση του κινδύνου πολλών χρόνιων ασθενειών.
Υπεύθυνα για τις ευεργετικές επιδράσεις του τσαγιού είναι κυρίως συστατικά που ανήκουν στην οικογένεια των φλαβονοειδών ουσιών, τα οποία παρουσιάζουν ισχυρή αντιοξειδωτική δράση και περιλαμβάνουν τις κατεχίνες, τις θειοφλαβίνες, τη θειορουβικίνη και τις φλαβονόλες.
Καρδιαγγειακή υγεία
Η κατανάλωση πράσινου και μαύρου τσαγιού έχει συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν πως τα άτομα που καταναλώνουν 3 κούπες τσαγιού καθημερινά, διατρέχουν έως και 71% χαμηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου1 και 21% χαμηλότερο κίνδυνο ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου2. Ο μηχανισμός μέσω του οποίου το τσάι ευνοεί την καρδιαγγειακή λειτουργία, φαίνεται να σχετίζεται με τα φλαβονοειδή συστατικά του, τα οποία έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες, ικανές να καταστέλλουν τη φλεγμονώδη διαδικασία που σχετίζεται με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου3. Οι κατεχίνες του τσαγιού εμποδίζουν την οξείδωση της LDL χοληστερόλης, η οποία σχετίζεται με την εμφάνιση αθηροσκλήρωσης και καρδιαγγειακής νόσου, ενώ παράλληλα έχουν την ικανότητα να μειώνουν την χοληστερόλη του αίματος αλλά και την απορρόφησή της από τις τροφές.
Πρόληψη καρκίνου
Οι αντιοξειδωτικές ικανότητες των φυτοχημικών συστατικών του τσαγιού παρουσιάζουν αντικαρκινικές ιδιότητες. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει πως η αυξημένη κατανάλωση πράσινου και μαύρου τσαγιού βοηθάει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Για παράδειγμα, έρευνες σε κινέζικους και ινδικούς πληθυσμούς έχουν δείξει πως ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του στομάχου μειώνεται σημαντικά με την κατανάλωση πράσινου ή μαύρου τσαγιού. Ωστόσο, οι αντικαρκινικές ιδιότητες της κατανάλωσης τσαγιού δεν έχουν επιβεβαιωθεί από όλες τις έρευνες3.
Σωματικό βάρος και παχυσαρκία
Οι επιστημονικές έρευνες δείχνουν πως η υψηλή κατανάλωση πράσινου τσαγιού μπορεί να βοηθήσει υπέρβαρα άτομα στην απώλεια βάρους και στην βελτίωση σωματομετρικών μετρήσεων3. Σε συστηματική ανασκόπηση επιστημονικών μελετών, φάνηκε πως οι κατεχίνες του πράσινου τσαγιού σε συνδυασμό με την καφεΐνη (η οποία ανευρίσκεται με φυσικό τρόπο στο τσάι), οδηγούν σε μείωση του σωματικού βάρους, του δείκτη μάζας σώματος και της περιμέτρου μέσης4, ενώ άλλη έρευνα έδειξε πως η κατανάλωση πράσινου τσαγιού οδηγεί σε μικρή μείωση του σωματικού λίπους5. Οι επιστήμονες6 έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, πως η συστηματική υψηλή κατανάλωση τσαγιού, οδηγεί σε μέτρια αύξηση της ενεργειακής δαπάνης, μέσω αύξησης του μεταβολικού ρυθμού, και σε βελτίωση της οξείδωσης του λίπους. Ωστόσο, δεν έχει επιβεβαιωθεί αν οι επιδράσεις αυτές εξακολουθούν να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου.
Άλλες οργανικές επιδράσεις
Οστική υγεία: Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως η συστηματική κατανάλωση τσαγιού έχει ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία του σκελετού, προστατεύοντας από την απώλεια οστικής μάζας και μειώνοντας τον κίνδυνο καταγμάτων σε ηλικιωμένα άτομα7.
Πεπτικό σύστημα: Το τσάι χρησιμοποιείται παραδοσιακά στην Κίνα για χιλιάδες χρόνια ως χωνευτικό αφέψημα. Πιστεύεται πως οι τανίνες που περιέχει βοηθούν στην πέψη, ενώ οι πολυφαινόλες φαίνεται να μειώνουν την εντερική φλεγμονή που προκαλείται από καταστάσεις, όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Επίσης, τα συστατικά του κόκκινου τσαγιού δρουν σαν αντισπασμωδικοί παράγοντες, βοηθώντας στην ανακούφιση από τις στομαχικές κράμπες.
Ενυδάτωση: Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι το τσάι, όπως και όλα τα ροφήματα που περιέχουν καφεΐνη, μπορούν να δράσουν ως διουρητικά, προκαλώντας αφυδάτωση. Παρ’ όλα αυτά, έχει βρεθεί πως η κατανάλωση τσαγιού δεν επιφέρει διουρητικές επιδράσεις, αρκεί να μην προσληφθούν παραπάνω από 6-7 φλιτζάνια τσαγιού εντός πολύ μικρού χρονικού διαστήματος8.
Σακχαρώδης διαβήτης: Στοιχεία που προέρχονται από εργαστηριακές έρευνες, υποστηρίζουν πως το τσάι (πράσινο και μαύρο) μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και την ανοχή στη γλυκόζη9 σε νεαρούς ενήλικες. Παράλληλα, επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει πως η συστηματική κατανάλωση τσαγιού συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 210.
Ψυχική υγεία
Η κατανάλωση τσαγιού έχει συνδεθεί άμεσα με την ψυχική υγεία. Oι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει ότι σε καταστάσεις άγχους και ψυχολογικής πίεσης, η κατανάλωση τσαγιού διευκολύνει τη μετάβαση σε ηρεμία και βελτιώνει τη διάθεση. Πιστεύεται πως το συστατικό που ευθύνεται είναι η θειαμίνη. Πιο συγκεκριμένα, έχει βρεθεί πως η θειαμίνη έχει ηρεμιστική επίδραση στον εγκέφαλο, μειώνει τους καρδιακούς παλμούς και άλλες χαρακτηριστικές επιδράσεις του άγχους, και πως η συστηματική πρόσληψη τσαγιού διευκολύνει την αντιμετώπιση του άγχους και οδηγεί σε ταχύτερη ανάρρωση από τις επιδράσεις του στρες3. Επιπλέον, τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν, πως τα άτομα που καταναλώνουν συστηματικά τσάι, είναι σπανιότερα καταθλιπτικά και αναφέρουν λιγότερο συχνά συμπτώματα κατάθλιψης11,12.
Νοητική λειτουργία
Η κατανάλωση τσαγιού έχει συσχετιστεί με τη γνωστική λειτουργία, με βελτίωση της επίδοσης σε τεστ προσοχής, βελτίωση της εγρήγορσης, σε υψηλότερο μάλιστα βαθμό συγκριτικά με την κατανάλωση καφέ και με καλύτερη ικανότητα εστίασης της προσοχής σε καταστάσεις πολλαπλών ερεθισμάτων. Τα συστατικά του τσαγιού που έχουν θεωρηθεί υπεύθυνα για τις θετικές επιδράσεις στην νοητική λειτουργία, είναι η θειαμίνη και οι κατεχίνες. Η θειαμίνη έχει φανεί πως προάγει μια πιο ήρεμη κατάσταση χωρίς υπνηλία, ενώ οι κατεχίνες επηρεάζουν τα συστήματα των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου και η χρόνια πρόσληψή τους βελτιώνει τη μνήμη.
Παράλληλα, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η συστηματική κατανάλωση τσαγιού επιφέρει μακροχρόνιες ευεργετικές επιδράσεις στην εγκεφαλική λειτουργία. Τα φλαβονοειδή του τσαγιού βοηθούν στην ανάπτυξη και λειτουργία των νευρώνων και δρουν ως νευροπροστατευτικός παράγοντας, ο οποίος αντισταθμίζει τις εκφυλιστικές διαδικασίες που οδηγούν σε μείωση της εγκεφαλικής λειτουργίας. Πληθώρα επιδημιολογικών μελετών έχει δείξει ότι η μακροχρόνια κατανάλωση τσαγιού συνδέεται με χαμηλότερη εξασθένιση της γνωστικής λειτουργίας στους ηλικιωμένους, χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας και μειωμένο κίνδυνο της νόσου του Πάρκινσον3.
Γράφει η Γεωργία Ρουσινού, Κλινική διαιτολόγος
ΠΗΓΗ:mednutrition.gr